Η σχολή του Σικάγο

Η σχολή οικονομικών του Σικάγο έχει πάρει κεντρική θέση στο στερέωμα του εφαρμοσμένου διεθνώς νεοφιλελευθερισμού, απ’ τα ‘70s και μετά· όχι εντελώς άδικα, με δόσεις υπερβολής όμως. Από ιστορική άποψη η συγκεκριμένη σχολή είναι παλιά - ιδρύθηκε το 1892 απ’ τον (πασίγνωστο) πετρελαιά John D. Rockefeller. Το μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού επιτελείου της ήταν τυπικά (παραδοσιακοί) φιλελεύθεροι. Ωστόσο για 3 δεκαετίες, απ’ το 1920 ως το 1950 χοντρικά, εξαιτίας της Μεγάλης Κρίσης και της αποτελεσματικότητας του κεϋνσιανισμού, ήταν μεν “αντι-κεϋνσιανοί” αλλά και καχύποπτοι απέναντι στις κλασσικές laissez-faire βεβαιότητες. Ορισμένοι οικονομολόγοι της σχολής υποστήριζαν την αντικυκλική δράση του κράτους σε περιπτώσεις σοβαρών υφέσεων, ενώ αναφέρεται και το πέρασμα ενός καθαρόαιμου σοσιαλιστή (του Oskar Lange)  απ’ τον ακαδημαϊκό στάβλο του ιδρύματος.
Η ιδεο-θεωρητική κατεύθυνση της σχολής του Σικάγο άρχισε να αλλάζει δραστικά προς το τέλος της δεκαετίας του ‘50 και στα ‘60s, όταν η παλιά φρουρά αποχώρησε, και μπήκε “καινούργιο αίμα”. Ο πιο διάσημος ανάμεσα στους καινούργιους των ‘60s είναι ο Milton Friedman. Απ’ τα ‘60s η σχολή του Σικάγο μπήκε στη “δεύτερη φάση” της ιστορίας της.
Πρώην κεϋνσιανός ο Friedman, είδε το φως του νεοφιλελευθερισμού εφευρίσκοντας την ειδική εκδοχή του που ονομάστηκε μονεταρισμός απ’ την λέξη money: είναι η πολιτικοθεωρητική προσέγγιση που τοποθετεί στο κέντρο των καπιταλιστικών λειτουργιών (και άρα της ομαλότητας της αγοράς) την “ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία”. Είτε επηρεασμένος απ’ τους γερμανούς ορντοφιλελεύθερους, είτε επειδή είχε κεϋνσιανικό παρελθόν, είτε απλά επειδή μια καθαρή laissez-faire προσέγγιση δεν θα έδινε καμία απάντηση στα χρηματο-ποσοτικά προβλήματα που ο Friedman θεώρησε κεντρικά, ο μονεταρισμός κράτησε μια ειδική κεντρική θέση για το κράτος στις καπιταλιστικές λειτουργίες: τον έλεγχο των ποσοτήτων χρήματος που είναι σε κυκλοφορία, μέσω της (ανά κράτος) κεντρικής τράπεζας, και της κατάλληλης πολιτικής επιτοκίων. Το 1956 ο Friedman προσπάθησε να ξαναστήσει στα πόδια της μια “ποσοτική θεωρία για το χρήμα”, όμως το έργο του (δουλεμένο και γραμμένο μαζί με την Anna Schwartz) που τον καθιέρωσε ασκώντας επίδραση στους κύκλους των οικονομολόγων εκδόθηκε μερικά χρόνια αργότερα, υπό τον τίτλο A Monetary History of the United States, 1867-1960. Σ’ αυτό, και μιλώντας απ’ την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, ο Friedman υποστήριξε ότι η Μεγάλη Κρίση οφειλόταν σε προβλήματα της προσφοράς χρήματος και όχι στην έλλειψη επενδύσεων και στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, όπως υποστήριξε ο Κέυνς.

Προς στιγμήν φάνηκε ότι η αντίθεση του μονεταρισμού του Friedman και του ακόμα ακμαίου στα ‘60s κεϋνσιανισμού αφορούσε μόνο το κατά πόσον η παρέμβαση ενός κράτους σε περιπτώσεις “δυσλειτουργιών της αγοράς” πρέπει να είναι δημοσιοοικονομική (κεϋνσιανισμός) ή χρηματοπιστωτική (μονεταρισμός)· ότι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια τεχνική διαφορά. Αλλά ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 οι εκπρόσωποι διάφορων άλλων υπο-ρευμάτων του νεοφιλελευθερισμού είχαν συγκλίνει προς και γύρω απ’ τον μονεταρισμό, διευρύνοντας τα δόγματά του και τις συνέπειές τους. Οι λόγοι της νεοφιλελεύθερης σύγκλισης (και της αναγόρευσης του Friedman σε υπερ-ήρωα της Μεγάλης Επιστροφής των φιλελεύθερων αληθειών...) δεν ήταν αμελητέοι:
- Παρότι ο ιστορικός φιλελευθερισμός ήταν από καχύποπτος έως ανοικτά εχθρικός στην ύπαρξη των κεντρικών τραπεζών, είχε γίνει πια ξεκάθαρο για τους νεοφιλελεύθερους (όχι όμως και ανοικτά ομολογημένο, για προφανείς ιδεολογικούς λόγους) ότι ο καπιταλισμός δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει στην απλότητα του 19ου αιώνα, και ότι κατά συνέπεια κάποιες κρατικές λειτουργίες και παρεμβάσεις θα ήταν πια αναπόφευκτες (ή και επιθυμητές) ακόμα και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή που θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί...
- Η κεντρικότητα του χρήματος και της κυκλοφορίας του ξεδίπλωνε υπό θεωρητική ανάλυση και πρακτική πολιτική δράση όλα τα αγαπημένα θέματα του φιλελευθερισμού, δηλαδή τις τιμές, τον πληθωρισμό, τον τόκο και τα επιτόκια· κυρίως όμως
- Έριχνε απ’ το βάθρο της την κεντρικότητα της εργασίας που, με τον τρόπο της, βρισκόταν στην καρδιά των κεϋνσιανών αληθειών, έχοντας επιβάλει τη δημιουργία όλων εκείνων των θεσμών ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης που οι νεοφιλέλευθεροι με αποτροπιασμό κατήγγειλαν εδώ και δεκαετίες σαν “σοσιαλισμό”.
- Πίσω απ’ την επιφανειακά τεχνική και ακόμα πιο επιφανειακά πολιτικά αθώα αγωνία για την “ποσότητα του χρήματος” που κυκλοφορεί θα μπορούσε κανείς να μυριστεί (και η μύτη των οικονομολόγων φτάνει σίγουρα ως εκεί) το αληθινό κρέας: το ύψος των μισθών...
- Απ’ την άλλη μεριά η κεντρικότητα του χρήματος και της κυκλοφορίας του δεν ήταν καθόλου ασύμβατη με την κεντρικότητα του ανταγωνισμού και την ανάγκη για προστασία της ελευθερίας της αγοράς (ορντοφιλελεύθεροι) ή άλλες επιμέρους παλαιο- ή νεο-φιλελεύθερες αλήθειες που είχαν υποστηριχτεί τις προηγούμενες δεκαετίες διεθνώς.

Το πρώτο δυνατό και πρακτικό μπάσιμο της σχολής του Σικάγο στην υπηρεσία των καπιταλιστικών προσταγών έγινε απ’ το 1973 και μετά, με τη συνοδεία μιας πολιτικής μορφής εξουσίας που λίγα χρόνια νωρίτερα θα ήταν (δημόσια τουλάχιστον) το απόλυτο ανάθεμα για οποιονδήποτε φιλελεύθερο: στη Χιλή, υπό την χούντα του στρατηγού Πινοσέτ. Μια ομάδα χιλιανών οικονομολόγων που είχαν εκπαιδευτεί στη σχολή του Σικάγο υπό τον Friedman και άλλους μονεταριστές, [8] προσπαθούσε επί χρόνια να κάνει κρατική πράξη ένα “πρόγραμμα διάσωσης” του καπιταλισμού στη Χιλή· και αποτύγχανε. Ώσπου το υιοθέτησε μια απ’ τις πιο αιμοσταγείς χούντες στην ιστορία του 20ου αιώνα· οι μέντορες του νεοφιλελεύθερου φάρμακου στο Σαντιάγκο μπορούσαν τώρα να απολαύσουν τον τίτλο Chicago Boys. Το φάρμακο είχε όλα τα συστατικά που έγιναν γνωστά απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και αλλού: μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (το κράτος δεν μπορεί να είναι επιχειρηματίας, μπορεί όμως να φυλάει την ελευθερία της αγοράς ακόμα και με τανκς εάν χρειαστεί), φιλελευθεροποίηση της οικονομικής νομοθεσίας, προτεραιότητα στα δικαίωματα των ιδιοκτητών, και έλεγχος του πληθωρισμού μέσα απ’ το πάγωμα ή (ακόμα καλύτερα) την μείωση των πραγματικών μισθών. Η χιλιανή κοινωνία έμαθε τι είναι “οικονομία της αγοράς” πληρώνοντάς το για χρόνια με αίμα (4.000 πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος δολοφονήθηκαν) και φτώχια. Παρά τις θαυματοποιές υποσχέσεις η συνταγή του μονεταρισμού, μόνο σε ορισμένα νούμερα είχε “θετική” επίδραση, τουλάχιστον μέχρις ότου πάψει να εφαρμόζεται ακριβώς by the book. 
Η χούντα στη Χιλή κράτησε 27 χρόνια (ως τις αρχές του 1990) εφαρμόζοντας με διάφορες προσθήκες, παρεκβάσεις και τροποποιήσεις τις καινούργιες αλήθειες. Ο Milton Friedman γιόρτασε το τέλος της με την εξής δήλωση:

... Η οικονομία της Χιλής τα έχει πάει πολύ καλά, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι στο τέλος η κεντρική κυβέρνηση, η στρατιωτική χούντα, αντικαταστάθηκε από μια δημοκρατικά εκλεγμένη. Έτσι, το πραγματικά σημαντικό σε σχέση με την οικονομία της Χιλής είναι πως οι ελεύθερες αγορές ανοίγουν το δρόμο φτιάχοντας μια ελεύθερη κοινωνία...

Ο κυνισμός ήταν ηχηρός, όχι όμως ανεξήγητος: απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι (νεο)φιλελεύθερες αλήθειες θα έβρισκαν καινούργιες ευκαιρίες να “απελευθέρωσουν δυστυχισμένες κοινωνίες” - στην ανατολική Ευρώπη αυτή τη φορά...

Κόκκινες Σελίδες

Όταν οι νεοφιλελεύθερες αλήθειες αξιοποιούν “πλάτες”: ο Πινοσέτ, τον Σεπτέμβρη του 1982

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

8 - Θα κάνει ίσως μια κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι νεαροί Χιλιανοί αστοί που πήγαν να σπουδάσουν οικονομικά στο Σικάγο, δεν το έκαναν “αυθόρμητα” αλλά στη βάση ενός καλά οργανωμένου αμερικανικού σχεδίου για την εκπαίδευση μιας καινούργιας “ηγετικής γενιάς” στη Χιλή (και αλλού...), έτσι ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της Ουάσιγκτον στην “πίσω αυλή” της, χωρίς κραυγαλέες άμεσες επεμβάσεις.
[ επιστροφή ]

κορυφή