Η Αυστριακή σχολή

Κάστρο πιστών στον Adam Smith, στην ελευθερία της αγοράς και στην αυτορύθμισή της, ακόμα και τις πιο ζόρικες για την καπιταλιστική τάξη δεκαετίες του 1920 και του 1930, υπήρξε η αυστριακή σχολή (ή σχολή της Βιέννης), με κέντρο το οικονομικό τμήμα του πανεπιστημίου της Βιέννης.
Ένας απ’ τους θεμελιωτές της φιλελεύθερης ορθοδοξίας της αυστριακής σχολής είναι ο Eugen von Bohm - Bawerk, που εκτός από πανεπιστημιακός διετέλεσε και υπουργός οικονομικών το 1895. Στον πρώτο τόμο του τρίτομου έργου του για το Κεφάλαιο και το Επιτόκιο, με τίτλο Ιστορία και Κριτική των Θεωριών για το Επιτόκιο, το 1884, ο Bohm - Bawerk φρόντισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του τόσο με τον Μαρξ όσο και με την εργατική τάξη. Κατά τον Bohm - Bawerk οι καπιταλιστές ΔΕΝ εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους· αλλά, αντίθετα, τους δίνουν την ευκαιρία να έχουν ένα εισόδημα με βάση το τι παράγουν... “Η εργασία δεν πρέπει να αυξήσει το μερίδιό της [σ.σ.: επι των κερδών] σε βάρος του κεφάλαιου” έγραφε ο Bohm - Bawerk, αφού δεν υπάρχει ζήτημα απόσπασης υπεραξίας. Αυτό που δεν κατάλαβε ο Μαρξ (κατά τον Bohm - Bawerk...) κάνοντας λάθος με την θέση του περί εκμετάλλευσης, είναι η διάσταση του χρόνου στην παραγωγή και η μεταβαλλόμενη αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων μέσα στο χρόνο. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν είναι η εργασία ο μοναδικός δημιουργός των εμπορευμάτων και της αξίας τους (είναι επιπλέον οι μηχανές και οι πρώτες ύλες, άρα το κεφάλαιο) οι εργάτες δεν μπορούν παρά να πληρώνονται μ’ ένα ποσό ίσο με ένα μέρος της (κάθε φορά) τωρινής αξίας όσων παράγουν. Εάν τώρα, αυτή η αξία αποδειχθεί μεγαλύτερη όταν τα εμπορεύματα μπουν στην αγορά, ε, αυτό (κατά τον Bohm - Bawerk) είναι φυσιολογικό, και αποτελεί ανταμοιβή για τον επιχειρηματία, μέρος του κέρδους του· δεν πρέπει να έχουν οι εργάτες αξιώσεις επ’ αυτής της μελλοντικής μεγαλύτερης αξίας, κι ούτε είναι δυνατό να λέγεται ότι είναι εκμεταλλευόμενοι επειδή δεν τους διανέμονται τα κέρδη. 
Ένα χρόνο μετά την υπουργοποίησή του, το 1896, έχοντας ενδεχομένως την αγωνία ότι τα μαρξιστικά “λάθη” είχαν αρχίσει να γίνονται δημοφιλή, ο Bohm - Bawerk εξέδωσε ένα επί τούτου βιβλίο, με τίτλο Ο Καρλ Μαρξ και το Τέλος του Συστήματός του. Για τους μετέπειτα φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους, τα επιχειρήματα του Bohm - Bawerk κατά του μαρξιανού “νόμου της αξίας” απ’ το συγκεκριμένο έργο του αποτελούν πάντα πηγή έμπνευσης ή και απλής αναπαραγωγής.
Ο Bohm - Bawek πέθανε στην αρχή του Α παγκόσμιου πολέμου (1914) ευτύχησε όμως να έχει επιμελείς μαθητές και φιλόδοξους συνεχιστές των απόψεών του. Στη βάση της άποψης ότι δεν υπάρχει (στον καπιταλισμό) εκμετάλλευση της εργασίας προέκυπταν δύο δέσμες συμπερασμάτων. Η μία, πολιτική, δεν θα μπορούσε παρά να θεωρεί “παράλογη” οποιαδήποτε επαναστατική ή ακόμα και απλά διεκδικητική εργατική πράξη· κατά συνέπεια, για το φιλελεύθερο σύμπαν της Αυστριακής σχολής η εργατική τάξη και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα παρέμενε πάντα ένας εξωτερικός παράγοντας του καπιταλιστικού, τόσο εξωτερικός όσο οι υπόλοιπες πρώτες ύλες· και πολύ πιο ενοχλητικός. Η άλλη, επιστημολογική δέσμη συμπερασμάτων, δεν θα μπορούσε παρά να ευνοεί τις μελέτες (και τις θεωρίες) για την κυκλοφορία του χρήματος, το επιτόκιο και τον προσανατολισμό στη χαμηλή φορολόγηση και στις μικρές κρατικές δαπάνες, προκειμένου για την καπιταλιστική υγεία.

Το “δεύτερο κύμα” φιλελεύθερων οικονομολόγων της Αυστριακής σχολής, με ονόματα όπως ο Karl Menger, ο Oskar Morgenstern, ο Paul Rosenstein-Rodan, ο Gottfried Haberler, ο Abraham Wald και ο Friedrich von Hayek (που έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος διεθνώς εκπρόσωπος της σχολής λίγες δεκαετίες αργότερα) θα πρέπει να ένιωθε εξαιρετικά άβολα στην Κόκκινη Βιέννη την δεκαετία του 1920. Η σχολή και τα δόγματά της ήταν μια ελάχιστα ανθεκτική σχεδία μέσα στη θάλασσα της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης: ύστερα από μια ημι-επανάσταση το 1919 (πάντα υπό την επιρροή της νικηφόρας επανάστασης των μπολσεβίκων) το σοσιαλιστικό κόμμα της Αυστρίας ήταν το μεγαλύτερο της χώρας, έχοντας άνετα το 40% των ψηφοφόρων με το μέρος του, και ειδικά στη Βιέννη το 60%. Η πρωτεύουσα ήταν από κάθε άποψη υπό τον έλεγχο του κόμματος των εργατών και των αγροτών, οι οποίοι είχαν την δική τους ένοπλη φρουρά και τα κλειδιά των αποθηκών όλων των όπλων που βρίσκονταν σε στρατόπεδα της Βιέννης μετά το τέλος του Α παγκόσμιου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες η θέση περί ανυπαρξίας εκμετάλλευσης της εργασίας θα μπορούσε να είναι εισαγωγή σε θεωρίες συνωμοσίας σε ότι αφορούσε τον προλεταριακό ριζοσπαστισμό. Η Αυστριακή σχολή, προκειμένου να προστατέψει την laissez - faire ορθοδοξία της, απέκτησε αλλεργία σε οτιδήποτε θα μπορούσε η ίδια να κατηγορήσει για “σοσιαλιστικό”, ακόμα κιαν επρόκειτο απλά για αυξημένη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, αυξήσεις στους μισθούς ή κρατικές δαπάνες.
Από καθαρά επιστημονική όμως άποψη η καταρράκωση του όποιου κύρους του καθαρόαιμου (και κεντροευρωπαϊκού) φιλελευθερισμού ήρθε με την κρίση του 1929 και, ειδικά, με την κατάρρευση της γειτονικής (γερμανικής) δημοκρατίας της Βαϊμάρης σχεδόν 3 χρόνια μετά. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό (που οφειλόταν στις υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις που πλήρωνε στους νικητές του Α παγκόσμιου) και, στη συνέχεια, την παγκόσμια παραγωγική και εμπορική καθίζηση που ακολούθησε το κραχ του 1929, η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε την ορθόδοξη (και τότε...) φιλελεύθερη συνταγή προστασίας των τιμών μέσω του ελέγχου της κυκλοφορίας του χρήματος: αυτό που (και τότε και τώρα...) λέγεται “λιτότητα”, “περιστολή δημόσιων δαπανών”, “μείωση μισθών”, “αύξηση των καταθέσεων”, κλπ. Οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού (εκείνων της Αυστριακής σχολής συμπεριλαμβανόμενων) θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι έτσι “το κακό θα γιατρευτεί”· αλλά, κόντρα στις ελπίδες τους, η κρίση χειροτέρευε. Ενώ ο μεγάλος αντίπαλος και της Αυστριακής σχολής, ο Κέυνς, ξεδίπλωνε τους σαρκασμούς του για την παραδοσιακή οικονομολογική σοφία, οι καθαρόαιμοι φιλελεύθεροι τύπου Hayek και σία έκαναν συλλογή αστοχιών, αμηχανιών - και ερειπίων· μόνο και μόνο για να δουν, το 1932, ό,τι πιο αντιφιλελεύθερο και κρατικίστικο θα μπορούσαν να φανταστούν, τους ναζί, να γίνονται κυβέρνηση στο Βερολίνο· και ύστερα ισχυρή δύναμη στην Αυστρία.
Αλλά η ορθοδοξία ορθοδοξία! Το 1934 για παράδειγμα, ένα απ’ τα πιο βαριά ονόματα του κλασσικού φιλελευθερισμού (και της Αυστριακής σχολής), ο Joseph Schumpeter, [1] που είχε διατελέσει υπουργός οικονομικών της Αυστρίας το 1919 και ήταν ήδη καθηγητής στο αμερικανικό Χάρβαντ, στο βιβλίο του The Economics of the Recovery Program, επέμενε ότι η ύφεση πρέπει να αφεθεί να διαγράψει την πορεία της, ότι η αιτία της είναι δυσλειτουργίες που συσσωρεύτηκαν μέσα στο σύστημα, αλλά αυτό θα τις αποβάλει μόνο του, και ότι η ανάλυσή μας επιβεβαιώνει ότι η ανάκαμψη είναι υγιής μόνο όταν συμβεί μόνη της.

Στις πιο λεπτές αποχρώσεις των θεωρημάτων τους ωστόσο, εκείνη τη δύσκολη δεκαετία του ‘30, οι οικονομολόγοι της Αυστριακής σχολής βούλιαζαν σε μια ανομολόγητη σύγχυση. Αφού στο δογματικό τους στερέωμα δεν υπήρχε ζήτημα εκμετάλλευσης της εργασίας και της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι ένα καπρίτσιο ή μια υπερβολή που θα έπρεπε να εκλείψει, εάν επρόκειτο η αγορά να λειτουργήσει ομαλά. Αυτό ακριβώς έκανε ο Χίτλερ, απαγόρευσε τα συνδικάτα - δεν θα έπρεπε λοιπόν να του χρωστούν μια κάποια ευγνωμοσύνη; Όχι - οι ναζί προωθούσαν τον κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας... Όχι όμως και την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής! Κι άλλωστε, οι ναζί ήταν φανατικοί κατά του κομμουνισμού! Το 1932, πριν τις εκλογές, διακήρυσσαν:

Η μεσαία τάξη δεν μπορεί να περιμένει απ’ αυτό το σύστημα τίποτα άλλο εκτός από την ανελέητη εξουθένωσή της. Το ζήτημα λοιπόν είναι: αν θα καταντήσουν όλοι μια μεγάλη σταχτιά και θλιβερή προλεταριακή μάζα, ή αν το σθένος και η επιμέλεια θα δώσουν πάλι στ’ άτομα τη δυνατότητα ν’ αποχτήσουν με την πολύμοχθη εργασία μιας ολόκληρης ζωής κάτι δικό τους. Μικροαστός ή προλετάριος; Αυτό είναι το ζήτημα!

Για κάποιους όπως οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της Βιέννης που ήταν απόλυτα πεισμένοι πως η καπιταλιστική λειτουργία δεν έχει τίποτα να περιμένει απ’ την πολιτική - οποιαδήποτε πολιτική -, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν θα μπορούσε παρά να είναι ύποπτος για το δεύτερο συστατικό του, το “σοσιαλιστικό”. Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους, ήταν ύποπτη και κατακριτέα οποιαδήποτε άλλη σοβαρή εμπλοκή της κεντρικής εξουσίας στην αγορά, με οποιαδήποτε κίνητρα και οποιαδήποτε ιδεολογία. Θα έπρεπε να περάσουν λίγα (κρίσιμα) χρόνια, ως τη δεκαετία του ‘40, για να μυηθούν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι στην αξία της κυβερνητικής πολιτικής και της ιδεολογίας όταν πρόκειται να επιβληθούν χειρουργικές “λύσεις” για το καλό της αγοράς· και στις μεγάλες δυνατότητες αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων στην προώθηση αγοραίων ελευθεριών...
Στην πραγματικότητα, ο ιστορικός φιλελευθερισμός τον οποίον εξακολουθούσε να πιστεύει η Αυστριακή σχολή στα ‘30s, είχε πέσει σε διαδοχικούς αιφνιδιασμούς, τους οποίους ούτε να εξηγήσει μπορούσε ούτε να αντιμετωπίσει. Πρώτα το κραχ του 1929 και η εξαφάνιση του “αόρατου χεριού” που θα έπρεπε σύντομα να έχει επαναφέρει την τάξη και την ισορροπία του συστήματος. Ύστερα η παρατεταμένη και επίμονη ύπαρξη και μαχητικότητα των εργατών και των κομμάτων τους· η γοητεία (και η κατ’ αρχήν αποτελεσματικότητα) του σοβιετικού σχεδιασμού· και η ανάθεση της διεύθυνσης (του κράτους αλλά και της καπιταλιστικής διεξόδου) απ’ τις αστικές τάξεις στα φασιστικά κόμματα στην ευρώπη. Επιπλέον, το αμερικανικό New Deal... Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ερμηνείας όλων αυτών και δικαιολόγησης κάποιων ανάμεσά τους μέσα απ’ το πρίσμα του laissez - faire: επρόκειτο, απλά, για τέρατα...

Η απόδειξη της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απουσία σοβαρών κριτικών ακόμα και απέναντι στην κεϋνσιανή συνταγή - τουλάχιστον ως το τέλος του Β παγκόσμιου. Οι οικονομολόγοι της Αυστριακής σχολής δεν αγνοούσαν την ύπαρξη και τις απόψεις του άλλοτε “δικού τους” Κέυνς. Είχαν μάλιστα μια ορισμένη εκτίμηση για το πρόσωπό του, όχι όμως για τις απόψεις του στη δεκαετία του ‘20. Αλλά για το Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, του 1919, που στρεφόταν κατά των συμφωνιών της Συνθήκης των Βερσαλιών. (Ο Hayek δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα ότι “ο Κέυνς ήταν ήρωας για εμάς, επειδή είχε το κουράγιο να πάει κόντρα στους ηγέτες της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ” - περισσότερα στις κόκκινες σελίδες 0.2). Ήταν, για να το πούμε κομψά, μια “πατριωτική” εκτίμηση προς εκείνον που προέβλεψε ότι οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις στις οποίες καταδικάστηκε το γερμανικό κράτος ήταν ένας παραλογισμός που θα είχε οικτρές συνέπειες για την Ευρώπη.
Μπορεί να μην αγνοούσαν τον Κέυνς, αρκετοί ωστόσο δεν άντεξαν στον πειρασμό να αγνοήσουν την Γενική Θεωρία -  παρά τις καλές γνώσεις τους στα αγγλικά. Ο Schumpeter την διάβασε, και τον Δεκέμβρη του 1936 έγραψε ότι:

... Ανάμεσα στα πιο σοβαρά ελαττώματα και τις ατέλειες του Κέυνς είναι η επιμονή του να συνδυάσει την οικονομική θεωρία με την πρακτική πολιτική...

Αργότερα, ο Schumpeter απέκτησε μια πιο καθαρή μεταφυσική αντίληψη για τον Κέυνς. Ο Κέυνς έγραψε προσβλήθηκε απ’ την “κατάρα της χρησιμότητας”...
Ο εκπρόσωπος της Αυστριακής σχολής που είχε ήδη αποκτήσει διασυνδέσεις με το (επίσης φιλελεύθερο) London School of Economics, [2] και έμελλε αργότερα να γίνει ο πιο διάσημος ευρωπαίος προφήτης των δεινών του “σοσιαλισμού”, ο Friedrich von Hayek, απ’ τη μεριά του, το μόνο που κατάφερε να καταθέσει δημόσια σαν κριτική στον κεϋνσιανισμό, όσο βρισκόταν ακόμα στη Βιέννη, ήταν 5 διαλέξεις με θέμα τον Νομισματικό εθνικισμό και τη διεθνή σταθερότητα, που εκδόθηκαν στα αγγλικά το 1937. Δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα σε σχέση με την συνολική οπτική της Γενικής θεωρίας,και επιπλέον άκυρα, αφού η διεθνής καπιταλιστική σταθερότητα που συν-σχεδίαζε ο Κέυνς στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 περιελάμβανε και ένα “διεθνές νόμισμα”.

Το 1938, λίγο πριν (ή λίγο μετά) την “ειρηνική” κατάληψη της Αυστρίας απ’ την βέρμαχτ, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της Αυστριακής σχολής έφυγαν για τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Εκεί θα συναντούσαν ομοϊδεάτες τους, που ήταν επίσης περιθωριακοί ζηλωτές· αλλά που διέθεταν κάτι πολύτιμο: την (και χρηματική) υποστήριξη διάφορων βιομηχανών και μεγιστάνων που ζούσαν (και μεγάλωναν τα κέρδη τους) κάτω απ’ το εχθρικό (όπως το θεωρούσαν) καθεστώς του εφαρμοσμένου κεϋνσιανισμού. Κι απο κεί, τις ΗΠΑ και την Αγγλία, τα θεωρήματα της Αυστριακής σχολής θα αποκτούσαν καινούργια ορμή, αλλά και πιο σύγχρονη μεθοδολογία “διάδοσης”...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Στον Schumpeter ανήκει η πατρότητα της έννοιας της “δημιουργικής καταστροφής”. Σαν από καπρίτσιο της ιστορίας ωστόσο, η αρχική εκδοχή της έννοιας, που εμφανίστηκε στο βιβλίο του Schumpeter Capitalism, Socialism and Democracy, το 1942, αφορούσε τη σταδιακή μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, μέσα από διαδοχικές φάσεις “δημιουργικής καταστροφής”, όπου οι παλιές μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής καταστρέφονται και αντικαθίστανται από καινούργιες. Το 1942 ο Schumpeter αντιλαμβανόταν (απελπισμένος;) την κρατική εμπλοκή στην “οικονομία” σαν ένα τέτοιο βήμα· ευχόταν και ήλπιζε ωστόσο ότι αυτές οι διαδοχικές μεταβάσεις θα γίνουν δημοκρατικά.
[ επιστροφή ]

2 - Στις 17 Οκτώβρη του 1932, οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν ένα εκτενές άρθρο με την υπογραφή του Κέυνς και άλλων 5 πανεπιστημιακών οικονομολόγων, όπου υποστήριζαν σαν μείζονος σημασίας τις δημόσιες δαπάνες (και την γενναία αύξησή τους) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση. Δυο ημέρες μετά, στις 19 Οκτώβρη, στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύτηκε η απάντηση 4 φιλελεύθερων οικονομολόγων, εκ των οποίων οι 3 ήταν απ’ πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και ο τέταρτος ήταν ο Hayek. Κατά τη γνώμη αυτών των τελευταίων, η βασική αιτία της παγκόσμιας κρίσης ήταν τα εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο και οι περιορισμοί στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων.
Υποστήριζαν ακόμα πως η μεγέθυνση του δημόσιου χρέους (εξαιτίας των μαζικών επενδύσεων που πρότειναν οι κεϋνσιανοί) θα χειροτέρευε την κατάσταση. Κατά τη γνώμη τους η απάντηση στην παγκόσμια κρίση θα έπρεπε να είναι ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση, ακόμα εντονότερη “άρση των εμποδίων και των περιορισμών” που επέβαλλαν οι διάφορες κυβερνήσεις...
Ο Hayek, ειδικά αυτός, απέκτησε μια προνομιακή σχέση με το London Scool of Economics πριν το πόλεμο (η σχέση έγινε ακόμα πιο δυνατή στη συνέχεια) μιας και η συγκεκριμένη φανατικά φιλελεύθερη (στα οικονομικά δόγματα) σχολή ήθελε να έχει φορτωμένο οπλοστάσιο στον ακαδημαϊκό και ιδεολογικό ανταγωνισμό της με την κεϋνσιανού προσανατολισμού  σχολή οικονομικών του Καίμπριτζ (ο Κέυνς ήταν καιμπριτζιανός...). Συμβαίνουν τέτοιες κόντρες και στα καλύτερα μαγαζιά.
[ επιστροφή ]

κορυφή