Το Ίδρυμα του Mont Pelerin

Η επικράτηση των ναζί στη Γερμανία και την Αυστρία και στη συνέχεια ο Β παγκόσμιος πόλεμος έδιωξαν αρκετούς (αν και όχι όλους) από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους απ’ την ηπειρωτική Ευρώπη. Προς τις ΗΠΑ, που έδειχναν (και ήταν) αρκετά ασφαλείς. Η άμεση φυσική επαφή μεταξύ τους, διευκόλυνε τις επεξεργασίες, τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους.
Όμως στις ΗΠΑ, οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι, είτε ήταν παραδοσιακοί είτε νεωτεριστές υπό διαμόρφωση, έμαθαν και κάτι ακόμα, που έμελλε να αποδειχθεί πολλαπλά χρήσιμο για τις ιδέες τους και την επιρροή τους: τα οικονομολογικά ζητήματα, ειδικά εκείνα που μπορούν να στοιχηθούν κάτω απ’ την σημαία της “ελευθερίας”, καλό είναι να μη μένουν κλεισμένα στους τοίχους των πανεπιστημίων, των ινστιτούτων και των συνεδρίων ειδικών. Καλό είναι να προπαγανδίζονται, όσο πιο σταθερά και εντατικά γίνεται. Και η προπαγάνδα επιστημονικών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) απόψεων, χρειάζεται και χρήμα (άφθονο), και κατάλληλες επαφές στην κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας, και θεσμούς προσανατολισμένους στην κατάκτηση της κοινής γνώμης, και μήντια. Μ’ άλλα λόγια, ακόμα και οι πιο αυστηροί υποστηρικτές του δόγματος “η πολιτική μακρυά απ’ την οικονομία” ανακάλυψαν, με το αζημίωτο, τις χάρες της προπαγανδιστικής πολιτικής και των κέντρων ή παρακέντρων εξουσίας, που θα μπορούσαν να δώσουν πολιτικό και δημοσιοσχεσίτικο κύρος στις νεοφιλελεύθερες αλήθειες, ακόμα κι αν το κυρίαρχο εφαρμοζόμενο δόγμα παρέμενε ο κεϋνσιανισμός.

Δεν ήταν δύσκολο να ανακαλύψουν αυτές τις χάρες, αφού δεν ήταν ασήμαντοι εκείνοι που ασφυκτιούσαν ήδη απ’ τη δεκαετία του ‘30 και το New Deal. Να πως περιγράφει ο Galbraith (στο ιστορικό “Μια σφαιρική άποψη για την Οικονομία”) τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ, στα 1935, όταν κατατέθηκε για να ψηφιστεί ο νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης:

... Η επιχειρηματική κοινότητα ... δεν επέδειξε ανεκτική στάση. Κανένας νόμος στα αμερικανικά χρονικά δεν δέχτηκε τόσο σκληρή επίθεση από εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου όσο αυτός περί κοινωνικής ασφάλισης. Το συμβούλιο της Εθνικής Βιομηχανικής Διάσκεψης προειδοποίησε ότι “η ασφάλιση των ανέργων δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε σταθερή οικονομική βάση”. Ο Εθνικός Σύλλογος Κατασκευαστών δήλωσε ότι ο νόμος θα διευκόλυνε “το τελικό σοσιαλιστικό έλεγχο της ζωής και της βιομηχανίας”. Ο Άλφρεντ Π. Σλόαν Τζούνιορ,  κυρίαρχος πρόεδρος τότε της General Motors, δήλωσε κατηγορηματικά: “Οι κίνδυνοι είναι προφανείς”. Ο Τζέιμς Λ. Ντόνελι, του Συλλόγου Κατασκευαστών του Ιλινόις, το χαρακτήρισε σχέδιο για την υπονόμευση της εθνικής ζωής, “με καταστροφή των πρωτοβουλιών, με αποθάρρυνση της αποταμίευσης και με κατάπνιξη της ατομικής ευθύνης”. Ο Τσαρλς Ντέμπι Τζούνιορ, του Αμερικανικού Δικηγορικού Συλλόγου, είπε ότι “αργά ή γρήγορα, ο νόμος θα επιφέρει την αναπόφευκτη εγκατάλειψη του ιδιωτικού καπιταλισμού”. Και ο Τζορτζ Π. Τσάντλερ, από το Εμπορικό Επιμελητήριο του Οχάιο επισήμανε - προκαλώντας σε κάποιον βαθμό έκπληξη - ότι και τα αίτια της πτώσης της Ρώμης βρίσκονταν σε μια παρόμοια ενέργεια.
Συνοψίζοντας με σφαιρικό τρόπο όλες αυτές τις απόψεις, ο Άρθουρ Μ. Σλέσιγκερ Τζούνιορ έγραψε:“Με το επίδομα ανεργίας ουδείς θα εργάζεται. Με την ασφάλιση των ηλικιωμένων ... κανείς δεν θα αποταμιεύει. Το αποτέλεσμα θα είναι η ηθική σήψη, η οικονομική χρεωκοπία και η κατάρρευση της δημοκρατίας”. Ο βουλευτής Τζον Τάμπερ της Ν. Υόρκης μιλώντας στο Κογκρέσσο σχετικά με τις αντίθετες απόψεις των επιχειρηματιών για το νόμο, είπε: “Ποτέ στα παγκόσμια χρονικά ένα μέτρο δεν εισήχθη εδώ σχεδιασμένο με τόσο δόλιο τρόπο για να εμποδίσει την επιχειρηματική ανάκαμψη, να σκλαβώσει τους εργαζόμενους και να αποτρέψει κάθε πιθανότητα να προσφέρουν οι εργοδότες εργασία στον κόσμο”. Κάποιος συνάδελφός του, ο βουλευτής Ντάνιελ Ριντ, ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός:“Θα νιώσουμε το μαστίγιο του δικτάτορα στο πετσί μας”.
Η αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικάνων στην επιτροπή ψήφισε ομόφωνα υπέρ της απόσυρσης του νομοσχεδίου. Αλλά όταν το νομοσχέδιο εμφανίστηκε στη Βουλή επικράτησε μια πιο ώριμη, δεύτερη σκέψη. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία 371 υπέρ και 33 κατά...

Το γεγονός ότι το New Deal προχώρησε (και με ελιγμούς) δεν σήμαινε πάντως ότι είχαν εκλείψει όσοι είχαν συμφέροντα εναντίον κάθε μετριασμού της φιλελεύθερα ορθόδοξης εκμετάλλευσης της εργασίας. Ούτε ότι είχαν χάσει την διάθεση και το χρήμα να υποστηρίξουν κάθε “επιστημονική” άποψη υπέρ των συμφερόντων τους.

Η δημιουργία του Ιδρύματος του Mont Pelerin θα μπορούσε να έχει περάσει απαρατήρητη εάν ο νεοφιλελευθερισμός δεν γινόταν η παλιά/καινούργια συνταγή των αφεντικών, στην αντεπίθεσή τους απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και μετά. Δεν ήταν ένας θεσμός που “άλλαξε τη ροή της ιστορίας”. Είναι χαρακτηριστικός όμως επειδή φτιάχτηκε νωρίς νωρίς μετά τη λήξη του Β παγκόσμιου (το 1947) και επειδή είχε όλα εκείνα τα στοιχεία δημοσιοσχεσίτικης μεγαλοστομίας που θα επαναληφθούν ξανά και ξανά, όλο και πιο δυναμικά, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, από διάφορα νεοφιλελεύθερα think tanks.
Τον Απρίλη του 1947, ο Hayek, ανανεωμένος απ’ τις καινούργιες φιλίες του στις ΗΠΑ και την Αγγλία, κάλεσε 39 άτομα, κυρίως οικονομολόγους (αλλά και μερικούς ιστορικούς και φιλόσοφους) σε ένα ξενοδοχείο στο ελβετικό χωριό Mont Pelerin. Σκοπός της συνάντησης ήταν να συζητηθεί η τότε κατάσταση και η πιθανή μοίρα του κλασσικού φιλελευθερισμού, και να οργανωθεί ο πόλεμος “κατά της κρατικής παρέμβασης και του Μαρξιστικού ή/και του Κεϋνσιανού σχεδιασμού, που απλώνονται σ’ όλον τον κόσμο”.
Ήταν σαφές ότι έχοντας “ξεχάσει” (πιο σωστά “θάψει”) τις σχετικά πρόσφατες παταγώδεις αποτυχίες των φιλελεύθερων αληθειών, ο Hayek και οι υπόλοιποι είχαν αποφασίσει να μετατραπούν σε φλογερούς προφήτες των δεινών που θα φέρει σ’ όλο τον κόσμο ο “σοσιαλισμός” και σε μαχητικούς ζηλωτές του οτιδήποτε χωρούσε κάτω απ’ την λέξη “ελευθερία”. Η συνάντηση του 1947 δεν ήταν αφιερωμένη στα προβλήματα της ανοικοδόμησης στην Ευρώπη· ούτε στην εκτίμηση της σημασίας της σταθερής σύνδεσης του δολαρίου με τον χρυσό και των υπόλοιπων συμφωνιών του Bretton Woods.... Αντίθετα, στην επίσημη ανακοίνωση για τους “σκοπούς της συνάντησης”, θα μάθαινε κάθε ενδιαφερόμενος ότι:

... Σε μεγάλες περιοχές της επιφάνειας της Γης οι βασικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας έχουν ήδη εξαφανιστεί. Σε άλλες βρίσκονται υπό διαρκή πίεση, εξαιτίας της ανάπτυξης των τωρινών τάσεων στην πολιτική. Η θέση των ατόμων και των εθελοντικών ενώσεών τους υπονομεύεται σταθερά όλο και περισσότερο απ’ την άσκηση αυθαίρετων εξουσιών. Ακόμα και τα πιο σημαντικά στοιχεία του Δυτικού Ανθρώπου, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, απειλούνται απ’ την εξάπλωση δογμάτων που, όταν είναι μειοψηφικά, οχυρώνονται πίσω απ’ το προνόμιο της ανοχής των άλλων, και το μόνο που θέλουν είναι να διαμορφώσουν μια τέτοια εξουσία που να μπορούν να καταπιέζουν και να εξαφανίζουν όλες τις άλλες απόψεις εκτός απ’ τη δική τους...

Ιδεολογική ρητορεία απόλυτα ευθυγραμμισμένη με εκείνην που είχε κιόλας εγκαινιάσει η Ουάσιγκτον (απέναντι στο “ανατολικό μπλοκ”), μόνο που οι σαμουράι του φιλελευθερισμού δεν σκόπευαν να δράσουν απ’ την απέναντι μεριά του “σιδηρού παραπετάσματος”, κι ούτε απευθύνονταν στους σοβιετικούς και στους δορυφόρους τους!
Οι συγκεντρωμένοι θα αποφασίσουν να σταθεροποιήσουν τις συναντήσεις τους, να βαφτίσουν τον νεογέννητο διεθνή οργανισμό με το όνομα του χωριού (μιας και διαφωνούσαν σε άλλες ιδέες), και να μπουν δυνατά “στη μάχη των ιδέων”. Στις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες της Mont Pelerin Society περιλαμβάνονται εκτός απ’ τον Hayek άλλος ένας διάσημος απ’ την Αυστριακή Σχολή, ο Ludwig von Mises, ο Karl Popper, κι ένας ακόμα (αμερικάνος) οικονομολόγος που τις επόμενες δεκαετίες θα γινόταν ο γκουρού του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού: ο Milton Friedman, απ’ την Σχολή του Σικάγο.
Το Ίδρυμα Mont Pelerin δεν έκανε τα σπουδαία (ερευνητικά και επιστημονικά) που διακήρυξε ότι θα κάνει, γιατί έκανε κάτι καλύτερο: λειτουργώντας σαν τις κομμουνιστικές διεθνείς, απετέλεσε την βάση και την “πλάτη” ώστε διάφορα μέλη του να στήσουν νεοφιλελεύθερα think tanks στις χώρες τους. Κι έτσι έδωσε χαρά στους χρηματοδότες του, που είδαν ότι τα λεφτά τους δεν πήγαν χαμένα: το 95% των εξόδων της πρώτης συνάντησης, τον Απρίλη του 1947, το κάλυψε η τράπεζα Credit Suisse. Τα υπόλοιπα τα έβαλαν τα αμερικανικά Volker Fund και Foundation for Economic Education (FEE). Τίποτα μεμπτό.
Αυτά τα θυγατρικά (και τα θυγατρικά των θυγατρικών) think tanks, ινστιτούτα, και λοιπά, με την χρηματική υποστήριξη βιομηχάνων και τραπεζιτών που ασφυκτιούσαν με τις ρυθμίσεις κεϋνσιανού είδους, και με τη στρατολόγηση επιφανών ή λιγότερο επιφανών δημοσιογράφων και στελεχών των κρατών, ήταν που κράτησαν κάτι παραπάνω από αναμμένη την φλόγα του νεοφιλελευθερισμού τα “δύσκολα” για τις ιδέες του μεταπολεμικά χρόνια.

κορυφή