επαγγελματίες νεκροθάφτες

Πέρα απ’ την αποτελεσματική “κίνηση απ’ τα κάτω” των ιδεών, των πεποιθήσεων και των πρακτικών που στερέωσαν τις πολιτικές των ταυτοτήτων στο κέντρο της όποιας κριτικής, σπρώχνοντας στην άκρη και στο σκοτάδι, σαν “παρωχημένη”, την εργατική κριτική, υπήρξαν μεμονωμένοι διανοούμενοι που ενίσχυσαν ή προσπάθησαν να ενισχύσουν ή επωφελήθηκαν απ’ αυτήν την εξέλιξη; Η απάντηση είναι “ναι” - αλλά το “μεμονωμένοι” είναι ίσως λάθος. Κάθε σοβαρό τμήμα κοινωνιολογίας στα πανεπιστήμια του αναπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου, και ειδικά εκείνα που ήταν στελεχωμένα από ανθρώπους με συμμετοχή στα πρόσφατα κινήματα ή συμπάθεια προς αυτά, με προσήλωση “αφουγκράστηκε” και συστηματοποίησε τις προσεγγίσεις αυτού του νέου μαχητικού και όχι ρητά εργατικού υποκειμενισμού. Είναι βέβαιο ότι οι περισσότερο ολοκληρωμένες σειρές αναλύσεων και συνηγοριών στις προβληματικές της ταυτότητας βρίσκονται (και βρέθηκαν εκεί απ’ τα ‘80s) στις βιβλιοθήκες των πανεπιστημιακών σχολών κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, και άλλων παρόμοιων κλάδων· πολύ πιο ολοκληρωμένες από οποιοδήποτε αρχείο συλλογικότητας ή μεμονωμένου ακτιβιστή / ακτιβίστριας των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό είναι άλλωστε μέρος της post ‘68 εξέλιξης των ίδιων των πανεπιστημίων και ειδικά των ανθρωπιστικών σπουδών. Στο βαθμό, ωστόσο, που θεσμοί με το κύρος των πανεπιστημίων μπορούσαν να αναπαράγουν το “μήνυμα του πεζοδρομίου” μελετώντας το και τεκμηριώνοντάς το με επιστημονικές μεθόδους, οι πολιτικές των ταυτοτήτων είχαν έναν σημαντικό σύμμαχο.

Η ανοικτή διακήρυξη της εξαφάνισης της εργατικής τάξης στα βάθη της κοινωνικής εξέλιξης δεν έγινε με τρόπο μαζικό - όχι, κατ’ αρχήν, σαν κατηγορηματικό συμπέρασμα. Υπήρξε όμως τουλάχιστον ένας διανοούμενος, που προκάλεσε  νωρίς νωρίς ένα κάποιο διεθνές “σκάνδαλο”, ακριβώς γι’ αυτό: για την ανοικτή και επίσημη διακήρυξη περί πολιτικού τέλους της εργατικής τάξης. Αξίζει λοιπόν μνεία σ’ αυτό το σημείο. Πρόκειται για τον γάλλο Andre Gorz, και το (στα αγγλικά δημοσιευμένο κατ’ αρχήν) Farewell to the working class: an essay in post - industrial socialism, του 1982. “Αντίο προλεταριάτο”[1]: με τον τρόπο του ο Gorz εμφανίστηκε “την κατάλληλη στιγμή” από ιστορική άποψη, για να αναγγείλει το πολιτικό ξεπέρασμα της εργατικής τάξης και του ανταγωνισμού της, όχι απ’ τα “δεξιά” αλλά απ’ τα “αριστερά”. [2]
Ο Gorz δεν ήταν τότε ακριβώς εκφραστής κάποιας πολιτικής της ταυτότητας. Η θέση απ’ την οποία ξέγραψε την εργατική τάξη ήταν οικολογική. Παρ’ ότι δεν γνωρίζουμε το εύρος της επίδρασης που είχε ο ίδιος και οι απόψεις του το 1982 (και αργότερα), αξίζει να αναδημοσιεύσουμε κάποια σημεία του “αντίο προλεταριάτο”. Επειδή τα ίδια ή παρόμοια υποστηρίχτηκαν όλο και πιο πλατιά στη δεκαετία του 1980 (και στα μέρη μας, και αλλού), φτάνοντας να γίνουν κοινοτοπίες μετά τα ‘90s.

...
Η κρίση του σοσιαλισμού είναι πρώτα απ’ όλα η κρίση του προλεταριάτου. Με την εξαφάνιση του πολυτάλαντου τεχνίτη-εργάτη, που μπορούσε να είναι υποκείμενο της εργασίας του και, κατά συνέπεια, μπορούσε να είναι υποκείμενο του επαναστατικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων, χάθηκε η τάξη που ήταν ικανή να πάρει επάνω της το σοσιαλιστικό όραμα και να το πραγματοποιήσει. Από αυτό προέρχεται, κατά κύριο λόγο, η παρακμή της σοσιαλιστικής θεωρίας και πρακτικής.
...
Πάνω από έναν αιώνα, η ιδέα του προλεταριάτου κατόρθωσε να κρύβει τη μη πραγματικότητά της. Αυτή η ιδέα είναι σήμερα τόσο ξεπερασμένη, όσο και το ίδιο το προλεταριάτο, γιατί στη θέση του συλλογικού παραγωγικού εργάτη γεννιέται μια μη-τάξη μη-εργατών, που προεικονίζουν, μέσα στους κόλπους της σημερινής κοινωνίας μια μη-κοινωνία, όπου οι τάξεις θα καταργηθούν μαζί με την ίδια την εργασία και όλες τις μορφές κυριαρχίας.
Αυτή η μη-τάξη, αντίθετα από την εργατική τάξη, δεν έχει παραχθεί από τον καπιταλισμό, δεν έχει το σημάδι της σφραγίδας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Έχει παραχθεί από την κρίση του καπιταλισμού και από τη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού, κάτω από την επίδραση νέων τεχνικών παραγωγής. Η αρνητική στάση που, κατά τον Μαρξ, έπρεπε η εργατική τάξη να είναι ο φορέας της, δεν έχει διόλου εξαφανιστεί· έχει μετακινηθεί και ριζοσπαστικοποιηθεί σ’ ένα νέο πεδίο. Έτσι, απέκτησε μια μορφή κι ένα περιεχόμενο, που αρνούνται ταυτόχρονα και κατά τρόπο άμεσο, την ιδεολογία, την υλική βάση, τις κοινωνικές σχέσεις και τη νομική οργάνωση (ή το Κράτος) του καπιταλισμού. Και σε σχέση με την εργατική τάξη του Μαρξ, έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της άμεσης συνειδητοποίησής του εαυτού της, δηλαδή μιας ύπαρξης αξεδιάλυτα αντικειμενικής και υποκειμενικής, συλλογικής και ατομικής.
Αυτή η μη-τάξη των μη-εργατών ενώνει, πράγματι, στους κόλπους της το σύνολο των ατόμων που τους πέταξαν έξω από την παραγωγή με τη διαδικασία κατάργησης της εργασίας ή υποαπασχολούνται οι ικανότητές τους με τη βιομηχανοποίηση (δηλαδή τον αυτοματισμό και την πληροφορική) της διανοητικής εργασίας. Ενώνει στους κόλπους της το σύνολο αυτών των υπεράριθμων της κοινωνικής παραγωγής, που είναι οι σημερινοί και αυριανοί άνεργοι, προσωρινοί και μόνιμοι, μερικά ή ολικά. Είναι ο καρπός της αποσύνθεσης της παλιάς κοινωνίας, που στηρίζεται στην εργασία, στο κοινωνικό κύρος, την αξιοποίηση, την κοινωνική χρησιμότητα, την επιθυμία για εργασία.
...
Αυτή η παραδοσιακή εργατική τάξη είναι πια μια προνομιούχα μειοψηφία. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σ’ αυτό το μεταβιομηχανικό, νεοπρολεταριάτο των ανθρώπων χωρίς υπόσταση κοινωνική και χωρίς τάξη, που απασχολούνται σε αβέβαιες θέσεις βοηθού, αντικαταστάτη, ευκαιριακού εργάτη, αναπληρωματικού, μερικής απασχόλησης. Θέσεις, που σε ένα όχι μακρινό μέλλον θα έχουν καταργηθεί κατά μεγάλο μέρος από τον αυτοματισμό· που η ειδικότητά τους, καθορισμένη από τεχνολογίες που εξελίσσονται ταχύτατα, αλλάζει συνεχώς και, πάντως, δεν έχει σχέση με τις γνώσεις και τις τέχνες που μπορεί κανείς να μάθει στα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
...
Σε αντίθεση με τον προλετάριο του Μαρξ, ο νεο-προλετάριος δεν ορίζεται από την εργασία “του” ούτε από τη θέση του μέσα στην κοινωνική διαδικασία της παραγωγής. Το ερώτημα που αρχίζει και που σταματάει η τάξη των παραγωγικών εργατών, σε ποιά κατηγορία πρέπει να κατατάξουμε τον κινησιοθεραπευτή, τον υπάλληλο του γραφείου τουρισμού, τον προγραμματιστή - αναλυτή, τον υπάλληλο σε εργαστήριο βιολογικών αναλύσεων, τον τεχνικό των τηλεπικοινωνιών - αυτό το ερώτημα παύει να έχει την παραμικρή σημασία από τη στιγμή που μια ολοένα αυξανόμενη μάζα ανθρώπων με προοπτική να γίνουν πλειοψηφία, περνούν από την μια “εργασία” στην άλλη, μαθαίνουν επαγγέλματα που ποτέ δεν θα ασκήσουν κανονικά, κάνουν μελέτες χωρίς επαγγελματική διέξοδο και χωρίς δυνατή πρακτική χρησιμότητα, εγκαταλείπουν τις σπουδές που άρχισαν ή δεν παίρνουν πτυχίο “γιατί έτσι κι αλλιώς, δεν χρησιμεύει σε τίποτα”, μετά εργάζονται βοηθητικοί στο ταχυδρομείο το καλοκαίρι, στον τρύγο το φθινόπωρο, πωλητές το Δεκέμβρη, εργάτες ανειδίκευτοι την άνοιξη, κ.ο.κ.
Το μόνο σίγουρο γι’ αυτούς είναι, πως δεν αισθάνονται να ανήκουν στην εργατική τάξη, ούτε σε καμιά άλλη. Δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην ονομασία “εργάτης” ούτε στη συμμετρική της “άνεργος”. Ο νεο-προλετάριος, είτε δουλεύει σε τράπεζα είτε στη δημόσια διοίκηση, σε υπηρεσία καθαρισμού ή σε εργοστάσιο, είναι μάλλον ένας μη-εργάτης, που προσωρινά απασχολείται σε ένα αδιάφορο έργο: κάνει “ό,τι να’ ναι” που “όποιος να’ ναι” μπορεί να το κάνει στη θέση του. Είναι κάποιος πρόσκαιρος εκτελεστής μιας κάποιας πρόσκαιρης εργασίας. Η εργασία δεν είναι πια γι’ αυτόν ατομική συνεισφορά σε μια κοινωνική παραγωγή, που είναι αποτέλεσμα ατομικών δραστηριοτήτων. Αντίθετα, τώρα πρώτα είναι η κοινωνική παραγωγή, και η εργασία είναι αποτέλεσμα του συνόλου πρόσκαιρων και τυχαίων δραστηριοτήτων. Οι εργάτες δεν “παράγουν” πια την κοινωνία με τη μεσολάβηση των σχέσεων παραγωγής· ο μηχανισμός κοινωνικής παραγωγής σα σύνολο παράγει “εργασία” και την επιβάλλει με τυχαία μορφή σε τυχαία και όμοια το ένα με το άλλο άτομα. Με άλλα λόγια, η εργασία δεν ανήκει σ’ εκείνους που την κάνουν και δεν είναι δική τους δραστηριότητα· ανήκει στο μηχανισμό κοινωνικής παραγωγής, κατανέμεται και προγραμματίζεται απ’ αυτόν και μένει έξω από τα άτομα, στα οποία επιβάλλεται.
...
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι πια να ξέρουμε που πάμε ούτε αν θα αποδεχθούμε τους αμετάβλητους νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Δεν πάμε πουθενά. Η Ιστορία δεν έχει νόημα. Δεν έχουμε πια τίποτα να ελπίζουμε απ’ αυτήν και τίποτα να της θυσιάσουμε. Δεν υπάρχει πια περίπτωση να αφοσιωθούμε σε μια μεγάλη υπόθεση, που θα αποζημίωνε τους πόνους μας και θα εξοφλούσε με τόκο το τίμημα των θυσιών μας. Το ζήτημα, αντίθετα, είναι να γνωρίζουμε τις επιθυμίες μας. Η λογική του Κεφαλαίου μας οδήγησε στο κατώφλι της απελευθέρωσης. Αλλά αυτό το κατώφλι θα το διαβούμε μόνο με μια ρήξη, που θα αντικαταστήσει την προντουνκτιβιστική λογική με μια άλλη λογική. Αυτή η ρήξη δεν μπορεί να γίνει παρά από τα ίδια τα άτομα. Το βασίλειο της ελευθερίας δεν θα’ ρθει ποτέ μέσα από υλικές διαδικασίες: θα εδραιωθεί μόνο από τη θεμελιακή πράξη της ελευθερίας, η οποία, διεκδικώντας τη φύση της ως απόλυτης υποκειμενικότητας, ανακηρύσσεται η ίδια ως ο ανώτατος στόχος για κάθε άτομο. Μόνο η μη-τάξη των μη-παραγωγών είναι ικανή γι’ αυτή τη θεμελιακή πράξη· γιατί μόνο αυτή εμπεριέχει ταυτόχρονα την υπέρβαση του προντουκτιβισμού, την απόρριψη της ηθικής της συσσώρευσης και τη διάλυση όλων των τάξεων.
...

Κόκκινες Σελίδες

Σήμερα, είμαστε σίγουροι, πολλοί και πολλές θα χαμογελούσαν ειρωνικά για κάτι που μοιάζει με “ανάλυση” (ενώ είναι μόνο μια επιφανειακή και λογοτεχνική καταγραφή φαινομένων) και καταλήγει σ’ ένα οραματικό παραλήρημα, όπου τίποτα - δεν - έχει - νόημα εκτός από τις “επιθυμίες μας”. Όμως αυτό ακριβώς το “ιδεολογικό στυλ” (κι όσο πιο λογοτεχνικό ήταν τόσο το καλύτερο) ήταν ελκυστικό διεθνώς στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 επειδή ήταν καινοτόμο.
Ωστόσο οι υποτιθέμενα βασικές παραδοχές του Gorz (και άλλων) βρίσκονταν και τότε στον αέρα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεπεράσει την διαίσθηση μάλλον παρά την επίγνωση του πράγματος, και στριμώχθηκε σε σολοικισμούς του είδους “μη-εργάτης”, “μη-κοινωνία”, “μη-τάξη”... Δεν έφτασε πάντως (τουλάχιστον στα συγκεκριμένα αποσπάσματα) στο σημείο να μιλήσει και για “μη-καπιταλισμό”. Ωστόσο το ερμηνευτικό σχήμα που είχε κατά νου είναι ότι (στα τέλη της δεκαετίας του 1970 / πολύ αρχές της δεκαετίας του 1980...) ο καπιταλισμός “αυτο”ξεπερνιέται εξαιτίας των νέων τεχνολογιών· συνεπώς δεν παράγει πλέον (ούτε έχει ανάγκη από) εργάτες αλλά μη-εργάτες· οι οποίοι αφού δεν είναι σαν τους παλιούς τεχνίτες  / μαστόρους δεν μπορούν ούτε θέλουν να απαλλοτριώσουν τα μέσα παραγωγής· θέλουν μόνο την “ελευθερία τους” (;)· είναι η ίδια η εξέλιξη (καπιταλιστική; α-καπιταλιστική; άγνωστο...) που οδηγεί στην όπου να’ναι κατάργηση όλων των τάξεων· χρειάζεται μόνο μια μικρή ώθηση ακόμα, ένα τελικό πέταγμα της “ελευθερίας”...
Το πόσο ανιστόρητη, στα όρια της αμορφωσιάς, είναι μια τέτοια προσέγγιση δεν χρειάζεται ίσως να το δείξουμε αναλυτικά. Πόσα απ’ αυτά που περιγράφει για την τότε ή την μελλοντική εργατική τάξη (επιμένουμε εμείς...) δεν ίσχυαν άραγε για τις πρώτες φουρνιές των εκατομμυρίων βιομηχανικών ανειδίκευτων εργατών; Πόσοι, άραγε, από εκείνους που προετοίμασαν και πραγματοποίησαν τις μεγάλες επαναστάσεις στην ευρώπη, μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο, ταυτίζονταν με την δουλειά “τους”, και πόσοι, αντίθετα, έκαναν “ό,τι να ’ναι” που “όποιος να ‘ναι” μπορούσε να το κάνει στη θέση τους; Και πόσο μακριά ήταν ο φορντισμός, σα μεγαμηχανή εκμετάλλευσης, απ’ το να δημιουργεί και να μοιράζει “εργασία” σε ανειδίκευτους, επιβάλλοντάς την.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανιστόρητη, στα όρια της εσκεμμένης άγνοιας, είναι (ήταν...) η προσέγγιση του Gorz επειδή δείχνει να μην ξέρει (με κριτικό τρόπο) το τι έλεγαν και έκαναν τα αφεντικά, οι εργοδότες, δίπλα του, στη γαλλία, την ίδια χρονική περίοδο - αν και βρισκόταν για μια ορισμένη περίοδο “πολύ κοντά”. [3] Σίγουρα πάντως δεν έβλεπαν την θέση τους (και την τάξη τους) να οδεύει προς την κατάργησή της· και επιπλέον δεν είχαν τέτοιες αφελώς αναιδείς και μεταφυσικές ιδέες για το τι πρέπει να κάνουν (για να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο επί των εργατών, παλιών και νέων) και το τι πρέπει να αποφύγουν.
Το γεγονός ότι διάφοροι επίδοξοι νεκροθάφτες της εργατικής τάξης, και τότε - στα ‘80s - και αργότερα, έκαναν μερικές σποραδικές αναφορές στον Μαρξ, οφειλόταν σε κάτι πολύ απλό: οι ίδιοι ήταν 99 φορές στις 100 παντελώς ανίδεοι για το τι πραγματικά είχε γράψει και υποστηρίξει ο κυρ Κάρολος (το άλλο 1% είχε διαβάσει σχόλια άλλων για τον Μαρξ...)· αλλά το ίδιο άσχετο ήταν και το ευρύτερο κοινό τους. Στην πραγματικότητα, η αγορά των ιδεών, (και οπωσδήποτε η αγορά των ιδεών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν “ριζοσπαστικές”) ήταν έτοιμη να διαδώσει και να χωνέψει οτιδήποτε, απλά, έμοιαζε “καινούργιο”. Επειδή ο μαρξ-ισμός (σε διάφορες παραλλαγές) ήταν η κύρια αναφορά της μετα’68 “νέας αριστεράς”, “πάλιωσε” γρήγορα. Κι αυτό όχι εξαιτίας κάποιας επεξεργασμένης δολιότητας, αλλά επειδή πράγματι, μετά την θύελλα των ‘60s και ‘70s, μετά τις ήττες και τις διαψεύσεις εδώ και τις επιτυχίες εκεί, τα ίδια τα μαχητικά υποκείμενα χρειάζονταν έναν αναπροσανατολισμό που να φαίνεται φρέσκος· και πάντως να μην κουβαλάει στην πλάτη του πτώματα.
Αυτός ο αναπροσανατολισμός δημιουργήθηκε πράγματι στα ‘80s, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις πολιτικές των ταυτοτήτων (σίγουρα τις πιο σημαντικές και μαζικές), με συνδετικό ιστό διάφορες εκδοχές οικολογίας. Το όνομά του; Εναλλακτισμός.

Υπάρχει κάτι ακόμα στον “αποχαιρετισμό στο προλεταριάτο” απ’ τον Andre Gorz, κάτι που επρόκειτο να μείνει “ζωντανό” (στην πραγματικότητα ένα λείψανο) σε ό,τι αφορά την εννόηση και τις αναπαραστάσεις της εργατικής τάξης ως τα σήμερα. Κατά τον Gorz η εργατική φιγούρα που ήταν δυνατόν να συγκροτηθεί σε τάξη με επαναστατικές δυνατότητες, και κατά συνέπεια η εργατική φιγούρα της οποίας η εξαφάνιση σήμανε ουσιαστικά την πολιτική εξαφάνιση της εργατικής τάξης, ήταν ο τεχνίτης-εργάτης. Προφανώς αναφερόταν στους ειδικευμένους βιομηχανικούς εργάτες.
Η ταύτιση της εργατικής τάξης γενικά με το (ειδικευμένο) τμήμα της των εργοστασίων, των βιοτεχνιών, των ορυχείων, των ναυπηγείων κλπ· και η (διαπίστωση; πρόβλεψη; προφητεία;) περί εξάλειψης των δεύτερων και άρα εξάλειψης της εργατικής τάξης γενικά, είναι ένα διπλό κραυγαλέο δείγμα αντιστορικότητας (έως και ανοησίας), που ωστόσο βαφτίστηκε σαν “δεδομένο” σε τέτοιο σημείο ώστε ακόμα και εμπειρικές, απτές αποδείξεις του λάθους να έχουν μειωμένη αποτελεσματικότητα.
Πρώτα πρώτα, ακόμα και στα πλέον βιομηχανικά ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, στο απόγειο του “βιομηχανισμού”, στη δεκαετία του ‘70, το βιομηχανικό τμήμα των ανά κράτος εργατικών τάξεων δεν ήταν καν μεγαλύτερο απ’ το 50% του συνόλου· κι ούτε κατά διάνοια το σύνολό τους. Στη γαλλία (στοιχεία του 1975) [4] ήταν το 38,6% (συμπεριλαμβανόμενων εκείνων που δούλευαν στις οικοδομές και τις κατασκευές γενικά)· στη γερμανία το 45,5%· στην αγγλία το 40,4%· στην ισπανία το 38,4%· στην ιταλία 39,2%. Τα υπόλοιπα αφορούσαν την πρωτογενή παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία) και τον τριτογενή (υπηρεσίες).
Θα ήταν αδύνατο για παράδειγμα να αγνοήσει κανείς, ή να εξαιρέσει απ’ την εργατική τάξη, τις εκατοντάδες χιλιάδες εκείνων που στη φορντική περίοδο του καπιταλισμού δούλευαν στις υπηρεσίες, ικανό μέρος των οποίων ήταν δημόσιες / κρατικές. Βέβαια δεν ονομάζονταν “εργάτες” αλλά “υπάλληλοι”. Αλλά αυτό ήταν ουσιαστικά διαφορά στη νομική μορφή της σχέσης εργασίας και όχι κάτι άλλο. Εάν όμως οι νομικές μορφές των σχέσεων εργασίας ήταν στοιχείο ικανό για να πιστοποιήσει εάν είναι κανείς “εργάτης” με την κοινωνική / ταξική έννοια της λέξης ή όχι, τότε ούτε οι δούλοι των αμερικανικών φυτειών και των αγγλικών επαύλεων θα έπρεπε να θεωρούνται “εργάτες”. Εν τέλει, οι δάσκαλοι, οι ταχυδρομικοί και οι σιδηροδρομικοί, όλοι εκτός “βιομηχανίας” με την τυπική έννοια, υπήρξαν οργανικά και μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης ήδη απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα. Πως θα ήταν δυνατόν, λοιπόν, να αγνοηθεί αυτό και να διαστρεβλωθεί η πραγματική σύνθεση της εργατικής τάξης στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και στη συνέχεια, όπως και οι αλλαγές αυτής της σύνθεσης σ’ όλη την ιστορία της τάξης μας;
Η ταύτιση της εργατικής τάξης γενικά με το βιομηχανικό της τμήμα θα ήταν ένα ολέθριο διανοητικό λάθος οποτεδήποτε κι αν γινόταν. Εργάτης ίσον βιομηχανικός εργάτης, η φιγούρα με την φόρμα, τα γράσα ή την βρωμιά στα χέρια, με σκαμμένο πρόσωπο; Όχι δα! Σίγουρα στην ιστορική φάση που η τεχνική αναδιάρθρωση στην οργάνωση της εργασίας είχε (ξανα)ξεκινήσει, κι όπου κάποιος μπορούσε να διαπιστώσει ή να διαβλέψει ορισμένες συνέπειές της, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, ένα τέτοιο λάθος έφτανε στα όρια της ιδεολογικής δολιότητας. Ο Gorz υπονοεί (και άλλοι μελλοντολόγοι αργότερα υπερασπίστηκαν με κατηγορηματικότητα) την δυνατότητα μιας γενικής μηχανοποίησης / αυτοματοποίησης, τέτοια που θα έκανε την ανθρώπινη εργασία αν όχι περιττή σίγουρα περιθωριακή. Δεν θα έβλαπτε λοιπόν είτε τέτοιους διανοούμενους είτε το εύπιστο κοινό τους να άνοιγαν κάνα σοβαρό βιβλίο ιστορίας του καπιταλισμού. Για να διαπιστώσουν ότι αυτό ακριβώς “απείλησαν” τα τότε αφεντικά εισάγοντας σε μεγάλη κλίμακα τη χρήση μηχανικών αργαλειών· στα αγγλικά υφαντουργεία, τον 19ο αιώνα. Ότι, δηλαδή, “δεν έχουν ανάγκη την εργασία”... Όμως αποδείχθηκε γρήγορα το ανάποδο. Όχι μόνο η εργατική τάξη δεν μίκρυνε ή έγινε “περιθωριακή”, αλλά το ακριβώς αντίθετο: αυξήθηκε αριθμητικά και έγινε ακόμα κεντρικότερη στη “δημιουργία κέρδους”, παρά την γενίκευση και επέκταση της χρήσης της ατμομηχανής σε διάφορους τομείς. Ο αντίστοιχος Gorz των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα θα ήταν ένας ανάμεσα σε πολλούς αφελείς που πρόβλεπαν, και τότε, το τέλος - της - εργατικής - τάξης· και, μαζί, την ματαιότητα των αγώνων της και ακόμα περισσότερο την ματαιότητα του να θελήσει και να προσπαθήσει να ανατρέψει / καταργήσει το καπιταλιστικό σύστημα. Γιατί εάν το σύστημα - σε - έχει - πετάξει στην άκρη, πώς είναι δυνατόν να θέλεις, κι ακόμα περισσότερο να μπορείς, να το ανατρέψεις; Αυτός είναι ο πυρήνας του α λα Gorz (και κάμποσους ακόμα) “αντίο” στο προλεταριάτο· μόνο που ήταν (στα ‘80s) πολύ παλιά “σοφία”. Και πολλές φορές χρεωκοπημένη.
Φυσικά η ρητορική του τέλους - της - εργατικής - τάξης, στην άκρη της πένας του Gorz, είχε (και πολλοί έχουν επαναλάβει την ίδια διαπίστωση, εντός ή εκτός εισαγωγικών, εδώ και τρεις δεκαετίες) ένα παράπλευρο επιχείρημα. Αυτός που δουλεύει εκεί, κι ο άλλος που δουλεύει πιο κει, κι ο τρίτος που δουλεύει παραπέρα, χιλιάδες τέτοιοι, δεν θέλουν να χαρακτηρίζονται εργάτες! Κι αφού δεν θέλουν (έτσι πάει ο συλλογισμός...) σημαίνει ότι δεν είναι! Ακόμα κι ένας έφηβος θα επιβεβαίωνε πως το τι νομίζει (ή ελπίζει) ότι είναι κάποιος και το τι είναι πράγματι, μπορεί να χωρίζονται από τεράστια απόσταση. Οι καπιταλιστές λένε ότι είναι σωτήρες των απλών ανθρώπων· τους δίνουν ένα πιάτο φαΐ. Οι καραβανάδες λένε ότι είναι σωτήρες της πατρίδας. Οι παπάδες (και οι ιεραπόστολοι) λένε ότι είναι σωτήρες ψυχών. Και οι νταβάδες λένε ότι είναι υπηρέτες των σεξουαλικών αναγκών. Κανένας ανάμεσά τους δεν θα έλεγε είμαι εγκληματίας, είμαι κάθαρμα. Και λοιπόν;
Το να αποκτάει ισχύ απόδειξης η απάντηση “όχι” (ακόμα και “όχι” μετά βδελυγμίας) στην ερώτηση “είσαι εργάτης;” ... του κινησιοθεραπευτή, του υπάλληλου του γραφείου τουρισμού, του προγραμματιστή - αναλυτή, του υπάλληλου σε εργαστήριο βιολογικών αναλύσεων, του τεχνικού των τηλεπικοινωνιών το 1980 ή το 2010 σχετική αξία μόνο θα μπορούσε να έχει. Για την ακρίβεια την εξής: το 1980 (όπως και το 2010) η αναμενόμενη απάντηση στην επόμενη ερώτηση “και τι είσαι λοιπόν;” θα ήταν: οπαδός της τάδε ποδοσφαιρικής ομάδας... φίλος του τάδε μουσικού και ενδυματολογικού στυλ... σούπερ γκόμενος / α... μελλοντικός εκατομμυριούχος μέσω τζόγου... φίλος των extreme sports... οπαδός του ανατολικού μυστικισμού... και άλλα παρόμοια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η διάγνωση περί πολιτικού (και ενδεχομένως και φυσικού) τέλους της εργατικής τάξης γινόταν, λοιπόν, στο φόντο των πολιτικών της ταυτότητας· είτε πολιτικών μεγάλης κλίμακας, είτε πολιτικών της καθημερινής ζωής. Το πιο στρατηγικό πλεονέκτημα αυτών των πολιτικών, καθώς ξέκοβαν όλο και περισσότερο απ’ το αντάρτικο πνεύμα των ‘70s, ήταν η δυνατότητά τους να αγνοούν την ιστορία - και ο Gorz το λέει ρητά, πολύ νωρίτερα απ’ τον διάσημο Φουκουγιάμα. Μόνο σαν αδιαφορία για την ιστορία (και οτιδήποτε δεν αφορά την ταυτότητά “μου”) θα μπορούσε να θεωρηθεί, για παράδειγμα, η παραγνώριση της σημασίας που είχε η εξέγερση της πολωνικής εργατικής τάξης (βιομηχανικής και μη) το 1981 - τόσο κοντά χρονικά, τόσο μακριά διανοητικά. Και μόνο σαν ειρωνεία της ιστορίας απέναντι στους αρνητές της θα θεωρούνταν η δίχρονη εξέγερση των άγγλων ανθρακωρύχων το 1984. Εργάτες εδώ ή εκεί; Ποιοί εργάτες;
Επρόκειτο, λοιπόν, για μια τάξη που εξαφανιζόταν; Ή για μια τάξη που θα μετασχηματιζόταν ριζικά περνώντας (ακόμα και τώρα) δια πυρός και σιδήρου· την φωτιά και το σίδερο του οι προλετάριοι γράφουν την ιστορία;

Κόκκινες Σελίδες

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Με τον τίτλο “αντίο προλεταριάτο”, εκδόθηκε στα ελληνικά το 1986, απ’ τον εκδοτικό οίκο “νέα σκέψη”.
[ επιστροφή ]

2 - Στα πρώτα μετα’68 χρόνια ο Gorz προσανατολίστηκε προς τον “οικοσοσιαλισμό”. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, επηρεασμένος απ’ την ανάγνωση του A. Gramsci και συζητήσεις με το Il Manifesto, έγινε οπαδός των (“φιλοεργατικών”) αυτοδιαχειριστικών απόψεων για τις βιομηχανίες.
[ επιστροφή ]

3 - Στο 4ο τεύχος των κόκκινων σελίδων υπάρχουν μερικά ενδεικτικά ντοκουμέντα επ’ αυτού. Ο Gorz είχε για ένα διάστημα σχέσεις με την CFDT. Ωστόσο, απ’ τις αρχές του 1980, άρχισε την στροφή - προς - τα - δεξιά. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του “αντίο προλεταριάτο”, έφτασε να δηλώσει οπαδός της εγκατάστασης των αμερικανικών πυραύλων Pershing και Cruise στην ευρώπη· για την αντιμετώπιση υποτίθεται των σοβιετικών βαλλιστικών (και με πυρηνικές κεφαλές) πυραύλων. Ήταν, για όσους αγνοούν το ζήτημα, μια πρώτη προσπάθεια “αντιπυραυλικής ομπρέλας” του νατο, που προκάλεσε ένα ιδιαίτερα μαχητικό κίνημα (εναντίον, φυσικά!) στην τότε δυτική γερμανία, επειδή κυρίως στο δικό της έδαφος σχεδιαζόταν η εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων.
[ επιστροφή ]

4 - Τα στοιχεία προέρχονται από το 4ο τετράδιο για εργατική χρήση που εκδόθηκε και διανεμήθηκε απ’ το BLOCK τον Σεπτέμβριο του 2011.
[ επιστροφή ]

κορυφή