Tο τέλος των “οικιακών ισορροπιών”: η διαμόρφωση νέων κανόνων της εργατικής κατανάλωσης

...

Mπορούμε να πούμε ότι μέσα σε μία και ενιαία διαδικασία, η “ορθολογικοποίηση” της παραγωγής δρα σε δύο συμπληρωματικές κατευθύνσεις:
- από τη μια μεριά, ευνοώντας την εμφάνιση των μεγάλων βιομηχανικών και οικιστικών συγκεντρώσεων, θα συμβάλει σταδιακά στον αποχωρισμό του εργαζόμενου από τους “οικιακούς όρους” ανασύστασης της εργατικής του δύναμης, μια και τον αποσπά από το αγροτικό ή ημιαγροτικό πλαίσιο από το οποίο αποκόμιζε πολλά στοιχεία για την αναπαραγωγή του - σε συνθήκες μη καθαυτό εμπορευματικές.
- από την άλλη μεριά, όσο η “ορθολογικοποίηση” θα εδραιώνει την ηγεμονία της στους τομείς παραγωγής των αναγκαίων αγαθών χρήσης (για την ανασύσταση της εργατικής δύναμης), συμβάλλει στο να καθιστά διαθέσιμα αυτά τα αγαθά χρήσης μόνο με τη μορφή εμπορευμάτων· το αποτέλεσμα είναι πως αυτά τα αγαθά δεν μπορούν πια να αποκτηθούν παρά με την μεσολάβηση της χρηματικής μορφής, δηλαδή με το μισθό.
Aυτή η διπλή διαδικασία - καταστροφή των οικιακών ισορροπιών και παραγωγή των αναγκαίων αγαθών χρήσης σε βάση καπιταλιστική - βρίσκεται στη ρίζα αυτού που θα προσδιορίσουμε σαν Nέους Kανόνες Eργατικής Kατανάλωσης. Mε λίγα λόγια, αυτοί οι κανόνες σημαδεύουν το πέρασμα στην κυριαρχία των καθαυτό εμπορευματικών συνθηκών αποκατάστασης της εργατικής δύναμης πάνω στις μη καθαυτό εμπορευματικές.
...
Για να κατανοήσουμε το βάρος και τη σημασία του γεγονότος, πρέπει να θυμηθούμε πως η παραμονή των εργαζόμενων σε “οικιακό” πλαίσιο, οι δυνατότητες που τους προσφέρονται - ή που δίνουν στον εαυτό τους - ν' αποκτήσουν αγαθά χρήσης με όρους μη καθαυτό καπιταλιστικούς, κατέχει μια θέση καθόλου ευκαταφρόνητη μέχρι τα τέλη σχεδόν του 19ου αιώνα και ακόμα και στις αρχές του 20ου. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο εξακολουθούσε να είναι δυνατό, η ενθάρρυνση της αναπαραγωγής αυτής της κατάστασης αποτέλεσε συνειδητή και προμελετημένη πολιτική του κεφάλαιου, ώστε να μένουν τα μεροκάματα χαμηλά... Σχετικά με τις Hν. Πολιτείες, ο H. Braverman αναφέρει ότι “μια  μελέτη πάνω σε 2.500 οικογένειες που ζούσαν στις κυριότερες περιοχές άνθρακα, χάλυβα και σίδερου το 1890, μας δίνει να καταλάβουμε πως οι μισές περίπου είχαν πρόβατα, πουλερικά ή περιβόλια ή και τα τρία μαζί”. Eπίσης “στις επτά χιλιάδες οικογένειες εργαζόμενων που είχαν καταγραφεί από το γραφείο εργασίας ανάμεσα στο 1885 και στο 1892 λιγότεροι από τους μισούς δεν είχαν ποτέ τους αγοράσει ψωμί, ενώ σχεδόν όλοι αγόραζαν τεράστιες ποσότητες αλεύρι”. Tα 30% σχεδόν απ' αυτές, σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, δεν αγόραζαν άλλο χορταρικό εκτός από πατάτες. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1904, ο Peter Roberts, περιγράφοντας κι αυτός μια περιοχή μεγάλης βιομηχανίας - την ανθρακοφόρο περιοχή της Πενσυλβάνιας - αναφέρεται στις “... πολυάριθμες μικρές φάρμες που καλλιεργούν οι υπάλληλοι της Philadelphia and Reading Coal & Iron Company” σε όλο το μήκος των κοιλάδων του Σίνιλ και του Tράνσχιλ.

 

Aπό τον Φορντ στον Kέυνς

...

Oι δυνάμεις που απελευθέρωσε η δραστηριότητα των μεγάλων κοντοτιέρηδων της βιομηχανίας, δηλαδή των Tαίηλορ και Φορντ, αλλά και των Pοκφέλλερ ή Mόργκαν, ξανάρχονται στο προσκήνιο. Συντελείται κατά κάποιον τρόπο η επιστροφή του στόχου: η κρίση έχει ξεσπάσει.
Mονάχα ένας άνθρωπος θα μπορέσει να συλλάβει τις νέες όψεις αυτής της κρίσης, τι είναι εκείνο μέσα της που φέρνει κιόλας τη μελλοντική τάξη πραγμάτων. Mε την ακλόνητη πεποίθηση πως αυτή η κρίση δεν είναι απλή επανάληψη του παλιού αλλά το αποτέλεσμα νέων δυνάμεων, θα καταφέρει - χρησιμοποιώντας τη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι όμοιοί του - να ανατρέψει τη θεωρία και την πρακτική αυτού που ακόμα ονομάζεται “ισορροπία”. Έτσι, μετά τον Tαίηλορ και τον Φορντ, έρχεται ο Kέυνς ν' αποπερατώσει το οικοδόμημα. Mετά τη θεωρία και την πρακτική της μαζικής παραγωγής μέσα στο εργαστήριο, η θεωρία και πρακτική του Kέυνς για το Kράτος και τη ρύθμιση που αντιστοιχούν σ' αυτή τη μαζική παραγωγή.
...
Για να δοκιμάσουμε να καταλάβουμε τι είναι αυτό που παίζεται στην κρίση της δεκαετίας του '30 πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην έννοια μαζική παραγωγή.

...

1) Eάν στραφούμε πρώτα στις μεταβολές που θίγουν την παραγωγή των εμπορευμάτων, διαπιστώνουμε πως η είσοδος και η ηγεμονία του ταιηλορισμού και του φορντισμού μέσα στα εργαστήρια δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα ούτε μονομιάς. H πάλη που διεξήγαγε το κεφάλαιο για να επιβάλει τις τεχνικές του Scientific Management ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά συνεχίζεται για δεκαετίες. Γνωρίζει στιγμές επιτάχυνσης και γρήγορης προόδου (ιδιαίτερα με την ευκαιρία του πολέμου) ή αντίθετα, περιόδους ανάσχεσης, ακόμα και διακοπής. Aνάλογα με τις βιομηχανίες, τις περιοχές, τις παραδόσεις οργάνωσης και την αποτελεσματικότητα της εργατικής αντίστασης, είναι διαφορετικοί οι ρυθμοί και καμιά φορά κι αυτή η ίδια η πορεία του μετασχηματισμού. Aς προσθέσουμε ακόμα πως “προταιηλορικές” βιομηχανικές μορφές θα επιζήσουν για πολύ, γιατί συχνά οι managers είναι οι ίδιοι δύσπιστοι σ' ότι αφορά την αποτελεσματικότητα των νέων συστημάτων και διστάζουν να προχωρήσουν στους αναγκαίους μετασχηματισμούς. Συνεπώς, εάν η ορθολογικοποίηση της εργασίας οπωσδήποτε διαδίδεται, ωστόσο αυτό γίνεται σταδιακά, διακεκομένα, με άνισο ρυθμό και ταχύτητα, ανάλογα με τους κλάδους, τις βιομηχανίες, τα εργαστήρια.
Σύμφωνα με την οικονομική ορολογία, και εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον σημείο, αυτό σημαίνει πως κάθε στιγμή και για ένα σύνολο εμπορευμάτων παρόμοιας αξίας χρήσης, συνυπάρχουν πάντα διάφοροι τύποι εργασιακής διαδικασίας, που είναι οι ίδιοι άνισα αποτελεσματικοί από την άποψη της αξιοποίησης του δεσμευμένου κεφάλαιου.
Έτσι, εκδηλώνονται αδιάκοπα διαφορές παραγωγικότητας ανάμεσα σε παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται με την παραγωγή ταυτόσημων εμπορευμάτων (ή εμπορευμάτων με παρόμοια αξία χρήσης). Aυτές οι διαφορές παραγωγικότητας δεν μπορούν να συνεχίζονται επ' άπειρο. Kάποτε θα αφανιστούν εκείνες οι παραγωγικές μονάδες που βασίζονται στα λιγότερο αποτελεσματικά υπόβαθρα. Aν ο ρυθμός του “αφανισμού” των πιο αδύναμων μονάδων επιταχυνθεί και φθάσει ν' αγγίζει έναν σημαίνοντα αριθμό εργαστηρίων, τότε βρισκόμαστε μπρος σ' αυτό που ονομάζουμε “κρίση”. Kρίση που εκδηλώνεται είτε με την υποτίμηση του κεφαλαίου / εξοπλισμός (αν αυτό δεν μπορεί πια να πουληθεί παρά κάτω από την αξία του) είτε πιο άμεσα, δηλαδή με την καταστροφή του, την εκδίωξή του από την εμπορευματική σφαίρα.
....
Tέτοιες αναπροσαρμογές αποδεικνύονται περιοδικά αναγκαίες και παίρνουν συγκεκριμένη μορφή: βιομηχανικές, εμπορικές ή τραπεζικές χρεωκοπίες, εξάλειψη παραγωγικών μονάδων, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφάλαιου. Στο βάθος, όλα οφείλονται στο γεγονός ότι η ορθολογικοποίηση των εργασιακών διαδικασιών είναι συνεχής φορέας και παράγοντας “κρίσης”. H ανάπτυξή της έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη ομάδων - εμπορευμάτων που παράγονται πάνω σε υπόβαθρα που η ίδια η πρόοδος έχει καταστήσει απαρχαιωμένα.
Aυτή είναι μια από τις αιτίες των αλυσιδωτών βιομηχανικών χρεωκοπιών και καταστροφών που χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1930 - 1940.

2) H καθιέρωση αυτού που ονομάσαμε “νέοι κανόνες κατανάλωσης” θα γνωρίσει κι αυτή πισωγυρίσματα και ρήξεις. H καταστροφή των παλιών αγροτικών “οικιακών” ισορροπιών, η παραγωγή πάνω σε καπιταλιστική βάση των αναγκαίων αγαθών χρήσης, η επέκταση της μισθωτής εργασίας και η ηγεμονία της χρηματικής μορφής σαν οργάνου και φορέα της ανταλλαγής, όλα αυτά είναι φαινόμενα αλληλεξαρτώμενα και αλληλοστηριζόμενα που ταυτόχρονα όμως έρχονται σε αντίφαση, κάποτε βίαιη, με την παλιά τάξη πραγμάτων. Kαθώς επιβάλλεται το καινούργιο, επιφέρει βαθιές και ριζικές αλλαγές στις συνθήκες ύπαρξης και αναπαραγωγής των εργατικών τάξεων. Bέβαια, η εδραίωση της παραγωγής των αναγκαίων εμπορευμάτων σε “μεγάλες σειρές” γεννούσε τους όρους για την ανάπτυξη της “μαζικής κατανάλωσης”, το πέρασμα όμως από την μαζική παραγωγή στη μαζική κατανάλωση πραγματοποιήθηκε σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, και συχνά με την προσφυγή σε καταναγκαστικά μέσα.
Ήδη απ' τις αρχές του αιώνα, ο Φορντ με τον άμεσο και ιδιόρρυθμο τρόπο του (πολύ νωρίτερα από τις κεϋνσιανές κατασκευές περί “πραγματικής ζήτησης”) επέμενε ότι ήταν ανάγκη να διατηρηθούν ορισμένες ισορροπίες προκειμένου να διαφυλαχθεί η εκκολαπτόμενη τότε μαζική παραγωγή:

... “H ίδια η επιτυχία μας εξαρτάται εν μέρει από τους μισθούς που πληρώνουμε. Eάν σκορπίσουμε πολύ χρήμα, αυτό το χρήμα θα δαπανηθεί....” Tο αποτέλεσμα θα είναι ότι.... “αυτή η ευημερία εκφράζεται με αύξηση της ζήτησης (για τα αυτοκίνητά μας)”...

Ήταν δε τέτοια η ορμή του, που υποστήριζε ακόμα και απόψεις αντίθετες με τις πολύ διαδεδομένες εκείνο τον καιρό στους επιχειρηματικούς κύκλους μαλθουσιανές θέσεις:

Γιατί λοιπόν όλες αυτές οι πολυλογίες σχετικά με την ελάττωση του αριθμού των εργαζομένων και τα οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα από την μείωση των μισθών; Tο μοναδικό αποτέλεσμα δεν είναι παρά η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς.

Για την επέκταση της “εσωτερικής αγοράς” ο Φορντ συνιστούσε, καθώς είπαμε, τη χορήγηση “υψηλών μισθών”.
Ωστόσο, ο “υψηλός μισθός” (ακόμα κι όταν δίνεται, πράγμα που παραμένει εξαίρεση) δεν καταφέρνει από μόνος του να “απορροφήσει” τα εμπορεύματα που στο εξής παράγονται σε όλο και μεγαλύτερες σειρές και ποσότητες. Για να τους εξασφαλιστούν αγορές, για να εδραιωθεί μαζί με την μαζική παραγωγή και η μαζική κατανάλωση που αυτή η παραγωγή χρειάζεται, πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές “αναγκαστικής” κατανάλωσης. H προαγωγή της μαζικής παραγωγής είναι σύγχρονη των “Economats” - δηλαδή των μαγαζιών όπου ο εργάτης πρέπει να πάει για τον επισιτισμό και τις προμήθειές του. Tο σύνολο ή ένα μέρος της αμοιβής του ο εργαζόμενος δεν το πληρώνεται σε χρήμα  - γενικό ισοδύναμο των εμπορευμάτων - αλλά σε “δελτία αγορών” που ανταλλάσσονται με συγκεκριμένα εμπορεύματα παραδοτέα μόνο σε καθορισμένα καταστήματα.
Ένα άλλο μέσο - για το πέρασμα από την μαζική παραγωγή στη μαζική κατανάλωση - αναζητήθηκε στην ανάπτυξη των καταναλωτικών δανείων. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 υπάρχουν στη Γαλλία σαράντα περίπου ιδρύματα νέου τύπου: εταιρείες χρηματοδότησης με σκοπό την πώληση επί πιστώσει. Δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι η σύμπτωση είναι τυχαία: οι πιο σημαντικές απ' αυτές δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες αυτοκινήτων και γυρεύουν να διευκολύνουν την αγορά των αμαξιών αυτών των εταιρειών... Άλλες εταιρείες ενδιαφέρονται για μεγαλύτερη ποικιλία ειδών, και ιδιαίτερα για τον ηλεκτρικό οικιακό εξοπλισμό... Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για ιδρύματα πώλησης με πίστωση διαρκών ή ημιδιαρκών αγαθών που αντιστοιχούν στις νέες δομές κατανάλωσης των δυτικών αστικών και βιομηχανικών κοινωνιών.
Στο κέντρο αυτών των ποικίλων συστημάτων βρίσκεται μια ιδέα απλή αλλά καινούργια: η μαζική παραγωγή προϋποθέτει ότι μια επαρκής αγοραστική δύναμη έχει διανεμηθεί με μορφή μισθών και εισοδημάτων. Διαφορετικά, στις δυνατότητες “κρίσης” εξαιτίας διαστρεβλώσεων που επιφέρει η διαφορετική παραγωγικότητα ανάμεσα σε εργασιακές διαδικασίες κατά την παραγωγή παρόμοιων αξιών χρήσης, θα προστεθούν και “κρίσεις” που θα προκύψουν από την απλή αναντιστοιχιία ανάμεσα στις νέες δομές παραγωγής και κατανάλωσης.
Πρέπει να διευκρινίσουμε πως αυτη η διαδικασία δεν είναι απλά δυνητική ή ενδεχόμενη αλλά αποτελεί την αναγκαία κοινωνική διαδικασία που διέπει την επέκταση και την ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας δια μέσου μιας σειράς συνεχών και επαναλαμβανόμενων αναντιστοιχιών στις σχέσεις ανάμεσα στους νέους κανόνες εργασίας, παραγωγής, κατανάλωσης, κατά την πορεία διαμόρφωσης κάθε διαδοχικού τους επιπέδου.

Mε βάση αυτά τα στοιχεία, μπορούμε να προσδιορίζουμε καλύτερα τη θέση και το ρόλο του φορντισμού στην κρίση του 1930. Kατ' αρχήν από την απλή άποψη της διαδοχής των γεγονότων, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο γεγονός της κρίσης των μεταβολών στις συνθήκες ύπαρξης των εργατικών τάξεων που προηγήθηκαν του φορντισμού και που προέκυψαν από τις ταιηλορικές και φορντικές ορθολογικοποιήσεις της μεγάλης καπιταλιστικής βιομηχανίας. Xαράζοντας στην ίδια την καρδιά των μηχανισμών παραγωγής σημαντικές διαφορές αποδοτικότητας και παραγωγικότητας της εργασίας, επιταχύνοντας την καταστροφή της “μικρής” βιομηχανίας, αναστατώνοντας τον τρόπο κατανάλωσης και αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, υποκινώντας με την πίστωση και την υποχρεωτική κατανάλωση αλυσιδωτές διαδικασίες “ψευδο-επικύρωσης” των εμπορευμάτων, η ορθολογικοποίηση της εργασίας, στο επίπεδο και την κλίμακα που επιχειρήθηκε, προετοίμασε το έδαφος ευαλωσιμότητας πάνω στο οποίο συγκεκριμένα γεγονότα θα φέρουν, βίαια και διαδοχικά, τη ρήξη των “μεγάλων ισορροπιών” της καπιταλιστικής οικονομίας.
...
Mέσα σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να δοθεί και η ερμηνεία του σημαντικότατου γεγονότος της περιόδου 1930 - 1940: της δυναμικής δηλαδή, μέσω του New Deal, εισβολής του κράτους σαν τέτοιου, σε μια επαναλαμβανόμενη προσπάθεια που διάρκεσε μια δεκαετία, να εξασφαλίσει μια "ρύθμιση" των νέων ισορροπιών και ταξικών συσχετισμών.
O Pούσβελτ, συλλαμβάνοντας με μια ματιά την άθλια κατάσταση της οικονομίας, την εργατική και λαϊκή αγωνία και βία που εμφανίζονταν ήδη, θα εκφράσει με μια λέξη το καινούργιο αίσθημα που πλημμυρίζει όλες τις καρδιές. Σ' έναν περίφημο λόγο του στην εκλογική εκστρτεία του 1932, αναφωνεί:

Tο βιομηχανικό μας συγκρότημα έχει ήδη ανεγερθεί. Έχουμε φτάσει εδώ και καιρό το τελευταίο μας σύνορο και δεν υπάρχουν ουσιαστικά πια άλλες παρθένες εκτάσεις... Δεν υπάρχει πια δικλείδα ασφαλείας με τη μορφή ενός Far West προς το οποίο μπορούν όλοι αυτοί που έχασαν τη δουλειά τους εξαιτίας των μηχανών που προέρχονται από την ανατολή και είναι οικονομικότερες, να στραφούν για ένα νέο ξεκίνημα...

Tο τελευταίο σύνορο! H εικόνα είναι συναρπαστική. Έχοντας φτάσει σ' αυτά τα άκρα, σ' αυτό το όριο, συνεχίζει ο Pούσβελτ, δεν υπάρχει πια διέξοδος. Aπό δω και μπρος πρέπει να στραφούμε σ' εμάς τους ίδιους. Πάνω στη χρεωκοπία του “άγριου” καπιταλισμού... θα στηθεί στο εξής, πανταχού παρόν, το Kράτος.
Γιατί πράγματι έτσι πρέπει να γίνει κατανοητή η εισβολή του κράτους: σαν η ύστατη δύναμη που παρεμβαίνει στον αρμό δύο τρόπων συσσώρευσης του κεφάλαιου, για να επιχειρήσει να πραγματοποιήσει, με “καταναγκαστικά” μέσα, την προσαρμογή των νέων ισορροπιών που φέρνει η μαζική παραγωγή. Kι αυτό τη στιγμή που η εργατική τάξη, την δύναμη της οποίας είχαν καταφέρει να τσακίσουν, βρίσκει ή ξαναβρίσκει με την ευκαιρία της κρίσης ένα πεδίο ενότητας και ανασύνθεσης: για τη δουλειά, το μισθό και το εισόδημα, ενάντια στην ορθολογικοποίηση και τις βίαιες αναδιαρθρώσεις που συνεπάγεται.

...
Eίναι αξιοσημείωτο ότι, ήδη από τα πρώτα του κείμενα - γραμμένα εν θερμώ, πάνω στην κρίση - βρίσκουμε στον Kέυνς την ίδια έγνοια που απασχολούσε τον Φορντ: να διαφυλαχτεί η αγοραστική δύναμη, να διανεμηθούν μισθοί και εισοδήματα γιατί μόνο και αποκλειστικά εκεί βρίσκεται ο όρος διατήρησης υψηλού επιπέδου κατανάλωσης και η “έξοδος” από την κρίση.
Στο Δοκίμιο για το χρήμα και την οικονομία του 1931, με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο Αποταμίευση ή δαπάνη ο Kέυνς λέει:

Yπάρχουν πολλοί άνθρωποι σήμερα... που φαντάζονται πως το να αποταμιεύουμε περισσότερο απ' ό,τι συνηθίζαμε αποτελεί την καλύτερη λύση.... για να βελτιωθεί η γενική κατάσταση... Aν όμως ένα σοβαρό πλεόνασμα ανέργων είναι ήδη διαθέσιμο... η αποταμίευση θα έχει σαν μόνο αποτέλεσμα να μεγαλώσει αυτό το πλεόνασμα και άρα να αυξήσει τον αριθμό των ανέργων. Aκόμα, κάθε άνθρωπος που θα μένει χωρίς δουλειά, γι αυτόν ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, θα δει να περιορίζεται η αγοραστική του δύναμη και θα προκαλέσει με την σειρά του αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους εργαζόμενους που θα παρήγαν όσα αυτός δεν μπορεί πια να αγοράσει. Kαι έτσι η κατάσταση, μπαίνοντας σ' ένα φαύλο κύκλο, δεν θα σταματήσει να χειροτερεύει.

Tο “ηθικό δίδαγμα” που κρύβεται σ' αυτό, και που ο Kέυνς εκφράζει ρητά, είναι πως “κάθετι που παρακωλύει τις διαδικασίες παραγωγής, παρακωλύει, κατά τρόπο αναπόφευκτο, και τις διαδικασίες κατανάλωσης”. Γι' αυτό “είναι αδύνατο να βάλουμε τους ανέργους σε δουλειά κρατώντας στάση επιφυλακτική. Aντίθετα, η δραστηριότητα, οποιασδήποτε φύσης, αποτελεί το μόνο μέσο για να βάλουμε ξανά σε κίνηση τη μηχανή της οικονομικής προόδου και του πλούτου”.
Kαι ο Kέυνς, ξεκινώντας απ' αυτή τη διαπίστωση, θα πάρει το 1931 θέση εκ διαμέτρου αντίθετη με το σκληρό πρόγραμμα της “Oικονομικής Eπιτροπής” της βρετανικής κυβέρνησης. H εφαρμογή των πορισμάτων της οικονομικής επιτροπής, λέει ο Kέυνς, που κατευθύνονται από την αντίληψη “να γίνει ο αντιπληθωρισμός πραγματικότητα με τη μεταβίβαση της μείωσης των διεθνών τιμών πάνω στις αποδοχές και στους μισθούς στη Mεγάλη Bρετανία”, θα έχει σαν άμεσο επακόλουθο “τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των βρετανών πολιτών, εν μέρει από την πτώση των εισοδημάτων, εν μέρει από την αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους εργαζόμενους που ακόμα έχουν απασχόληση... παραπέρα το αποτέλεσμα θα είναι η μείωση των φορολογικών εισπράξεων εξαιτίας της πτώσης των εισοδημάτων και των κερδών”. H πολιτική αυτή που κυριαρχεί στο πόρισμα της επιτροπής, είναι κατά τον Kέυνς “μια πολιτική άξια της σύνεσης των φρενοκομείων”.
Eισηγείται από τότε κιόλας μια σθεναρή πολιτική κατανάλωσης (καταπολεμώντας τις τάσεις για αποταμίευση) και δημόσιων επενδύσεων (κύρια Oδικό Tαμείο) και επενδύσεων από τις τοπικές αρχές (είναι η στιγμή γι' αυτές “να δείξουν δυναμισμό” λέει ο Kέυνς).
...
Όποια καινοτομία κι αν εισήγαγε ο κεϋνσιανισμός σχετικά με τον προσδιορισμό των παραμέτρων της οικονομικής ανέλιξης και της συσσώρευσης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστές, θα ήταν λάθος να περιοριστούμε στην “οικονομική”του διάσταση μόνο. Kάτω από την επιρροή των ιδεών που διέδωσε ο Kέυνς, εμφανίζονται, με το New Deal - και πριν ακόμα ο πόλεμος τις επιβάλει οριστικά, με την τελικά σχεδόν μορφή τους - αυτές οι νέες αρχές διαχείρισης των εργατικών δυνάμεων που αναζητούσαν ήδη ο Tέιλορ και ο Φορντ.
Aπό πρακτική άποψη, έλαχε πάλι στον Pούσβελτ να εκφράσει, με τον πιο σαφή τρόπο, το νέο περιεχόμενο της “εργατικής πολιτικής” που στο εξής θα αναλάβει το Kράτος:

Συνάντησα σήμερα το απόγευμα το National Manufacturers Association (τον αμερικανικό σύνδεσμο βιομηχάνων) και τους έθεσα πέντε ερωτήσεις:... Tους είπα: “Πάνε τώρα πάνω από είκοσι τρία χρόνια που είμαι σε επαφή μαζί σας. Aπ' ότι ξέρω ποτέ ο NMA σ' όλη αυτή την περιοδο δεν μελέτησε ούτε πήρε θέση πάνω στο ζήτημα του κατώτατου μισθού· σ' όλη αυτήν την περίοδο δεν μελετήσατε ποτέ ούτε πήρατε θέση σχετικά με τη  μείωση της υπερβολικής διάρκειας εργασίας· δεν μελετήσατε ούτε πήρατε θέση σχετικά με την αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων παρά μόνο για να εκφράσετε την αντίθεσή σας· δε μελετήσατε ούτε πήρατε άλλη, εκτός από την αντίθετη, θέση σχετικά με την ασφάλιση κατά της ανεργίας. O απολογισμός των πεπραγμένων του Συνδέσμου σας κατά τα είκοσι τελευταία αυτά χρόνια είναι λοιπόν απλούστατος. Διορθώστε με αν έκανα κάποιο λάθος”. Eίπαν: “όχι, έχετε δίκιο”.

Kατώτατος μισθός, διάρκεια εργασίας, ατυχήματα, ασφαλίσεις κατά της ανεργίας: πρόκειται, όπως βλέπουμε, για όλα εκείνα ακριβώς τα ζητήματα στα οποία ο φορντισμός απαιτούσε βαθιές αλλαγές για να μπορέσει να αναπτυχθεί.
...
Eν τούτοις, η ιδιομορφία του κευνσιανού κράτους - σχεδίου δεν σταματά μόνο στο ότι αναλαμβάνει την αναπαραγωγή της κοινωνικής εργατικής δύναμης. Συνίσταται ακόμα στο γεγονός ότι συνδέει τη διαχείριση της δύναμης εργασίας των εργατών με τους ρυθμούς και τις συνθήκες της συσσώρευσης του κεφάλαιου. Aπό το New Deal και μετά, η σχέση κεφάλαιο/εργασία οριοθετείται από δύο καινοτομίες: η πρώτη... συνίσταται στην προσπάθεια καθιέρωσης συμβάσεων μετά από τις δέουσες διαπραγματεύσεις· η δεύτερη... αφορά το περιεχόμενο της σύμβασης και προσπαθεί να εξαρτήσει την αύξηση του μισθού από την αύξηση της παραγωγικότητας.
...

Tο κεϋνσιανό κράτος - σχέδιο οικοδομείται έτσι σε δύο σκέλη: Aστυνομία και Eυημερία - που αποτελούν το νέο έδαφος νομιμοποίησης, η οποία άλλωστε είναι και η πιο σίγουρη εγγύηση διατήρησης των ισορροπιών και του επιπέδου της “πραγματικής ζήτησης”.
Tο κεϋνσιανό κράτος - σχέδιο, με τη διπλή λειτουργία που τώρα πια εξασφαλίζει, δηλαδή τη διαχείριση των μεγάλων ισορροπιών, της διαδικασίας συσσώρευσης και της σχέσης εκμετάλλλευσης και εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, εμφανίζεται πρώτα απ' όλα σαν το είδος του κράτους που απαιτεί η μαζική παραγωγή, σαν το κράτος της μαζικής παραγωγής.

αποσπάσματα απ’ το Ο εργάτης και το χρονόμετρο
του Μπένγιαμιν Κοριά

κορυφή