Αυτονομία

Barricada

 

Τι συνέβη τελικά με τον βασικό μισθό;

Φλεβάρης 2012: Μείωση του βασικού μισθού κατά 22% (586,08 ευρώ μικτά) και κατά 32% (510,94 ευρώ μικτά) για τους «κάτω των 25».

Φλεβάρης 2019: Αύξηση του βασικού μισθού κατά 11% (650 ευρώ μικτά) και κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους «κάτω των 25».

Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι ο πηχυαίος τίτλος ενός άρθρου κυβερνητικής προπαγάνδας που θα πάσχιζε να αποδείξει το αφήγημα περί «ταξικής μεροληψίας» της παρούσας κυβέρνησης. Το 2012 οι «μνημονιακές» κυβερνήσεις, αγκαζέ με τους τρισκατάρατους δανειστές, πετσόκοβαν τους μισθούς. Το 2019, εκτός μνημονίων πια, η «κυβέρνηση της αριστεράς» έρχεται να διορθώσει τις αδικίες που διαπράχθηκαν, επί μια δεκαετία, ενάντια στους πιο αδύναμους. Καλή ιστορία· για όσους και όσες σκέφτονται μιντιακά και με όρους κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης ή για όσους και όσες ψάχνουν καλοσυνάτους κυβερνήτες ή οποιασδήποτε απόχρωσης κρατικό/κυβερνητικό πατερναλισμό. Δεν ανήκουμε σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Συν τοις άλλοις τυχαίνει να εργαζόμαστε στα χαμηλά κλιμάκια της μισθωτής εργασίας. Αυτό το τελευταίο γεγονός μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε μια πραγματική (λιγότερο ιδεολογική δηλαδή) εικόνα για το τι ακριβώς «παίζει» με τους μισθούς. Εκεί ακριβώς που παράγεται η αξία και τα κέρδη των αφεντικών. Εκεί ακριβώς που περνάει ένα σεβαστό μέρος της καθημερινότητάς της η σύγχρονη εργατική τάξη. Μέσα στις δουλειές. Οφείλουμε λοιπόν να πούμε μερικά πράγματα που αφορούν τόσο στον βασικό μισθό, όσο και στην πολιτική του χρήση από τη μεριά των κυβερνώντων.

Δεν θα πρωτοτυπήσουμε. Αποτελούμε κομμάτι του πολιτικού ρεύματος της εργατικής αυτονομίας στη βάση του οποίου είναι θεμελιωμένη η έννοια του μισθού ως σχέση. Σχέση ανταγωνιστική. Σχέση ταξική. Σχέση εν τέλει, εξουσίας. Η θέση αυτή δεν αποτελεί ανακάλυψη κάποιων διανοούμενων, ούτε αποκλειστικότητα ενός και μόνου πολιτικού ρεύματος. Η θέση αυτή αποτέλεσε καθοδηγητική γραμμή για τη σκέψη και τη δράση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης στον δυτικό κόσμο επί σειρά ετών. Είναι μόνο από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα που η ισχύς της  θέσης αυτής άρχισε να αποδυναμώνεται σταδιακά και σταθερά. Έως ότου η ηχώ της να μοιάζει σήμερα σαν μια ακόμα αριστερίστικη γραφικότητα. Λογικό, από τη στιγμή που αυτή η πολιτική, δηλαδή πολεμική, εννόηση του μισθού αντικαταστάθηκε από μια άλλη πιο «χειροπιαστή», κατά τα φαινόμενα πιο «υλική» και πιο «πραγματιστική». Αυτή η δεύτερη έχει στον πυρήνα της τη «χρηματικοποίηση» του μισθού. Την μετατροπή του σε έναν ακόμα χρηματικό πόρο/εισόδημα, μέσα σε τόσους άλλους/α που μπορεί να αποκτήσει ή να κατέχει κανείς. Απογυμνώνοντας με αυτόν τον τρόπο όλη την, ουσιαστικά πολιτική, κεντρικότητα που κατείχε ο μισθός (και οι αγώνες για την αύξησή του) στην συγκρότηση της εργατικής τάξης, ως τάξης δι’ εαυτήν.

Τα παραπάνω φυσικά και δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Αντιστοιχούν στην κανονικότητα εκατομμυρίων εργατών και εργατριών του πρώτου (τουλάχιστον) κόσμου εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Θα θέλαμε όμως να σταθούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης, που αν και μπορούν να βρεθούν και σε άλλες χώρες, στα καθ’ ημάς θεωρούμε ότι είχαν, και συνεχίζουν να έχουν, κεντρικό ρόλο. Εννοώντας ότι λειτουργούν ηγεμονικά στον τρόπο που η ντόπια εργατική τάξη αντιλαμβάνεται όχι μόνο τον μισθό αλλά και την μισθωτή εργασία γενικότερα.

Το πρώτο απ’ αυτά σχετίζεται με τον έντονο προσοδικό χαρακτήρα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αυτός μπόλιασε με τα χαρακτηριστικά του σημαντικά τμήματα της μισθωτής εργασίας. Έστρωσε το υπέδαφος για την ανάπτυξη μιας εργασιακής ηθικής που ξεκινούσε από την ιδιοκτησιακή αντίληψη των θέσεων εργασίας από τους «κατόχους» τους, περνούσε μέσα από τη διαφορική αύξηση των μισθών μέσω των επιδομάτων και έφτανε μέχρι την ολοκληρωτική ανάθεση του ζητήματος των μισθών και των συνθηκών εργασίας στους ειδικούς του συνδικαλισμού. Απότοκο των παραπάνω αποτέλεσε το εξής φαινομενικά παράδοξο: Πριν το ξέσπασμα της κρίσης και την έναρξη των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, ο βασικός μισθός να ανεβαίνει (έστω και ελάχιστα) κάθε έτος, μέσω των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αλλά και να υπάρχει πλήθος κλαδικών συμβάσεων εργασίας που να ορίζουν αξιοπρεπείς αμοιβές για τους εκάστοτε κλάδους αλλά ταυτόχρονα και ένα πυκνό δίχτυ προστασίας της εργασίας γενικότερα. Συγχρόνως όμως το εργατικό κίνημα να βρίσκεται οργανωτικά, ποσοτικά και πολιτικά στο ναδίρ του. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις που υπέγραφαν τις συμβάσεις εργασίας να παρουσιάζουν ελάχιστη συνδικαλιστική πυκνότητα. Τα μέλη τους να μειώνονται διαρκώς και στην πραγματικότητα να μιλάμε απλά και μόνο για συνδικάτα φαντάσματα, η αξία των οποίων βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στο ότι αναγνωρίζονταν από το κράτος ως θεσμικοί εκπρόσωποι του κάθε κλάδου ή της εργατικής τάξης συνολικά (βλέπε γσεε). Επί χρόνια λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία της ντόπια εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα είχε εγκαταλείψει κάθε σχέση με αυτό που ονομάζεται μισθός ή βασικός μισθός. Εξομοιώνοντάς τον από την μία με διάφορες άλλες εισοδηματικές πηγές ή εγκαταλείποντάς τον στους κάθε είδους συνδικαλισμούς. Την ίδια στιγμή στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, το θέμα του μισθού αποτέλεσε παραδοσιακά ζήτημα προσοδικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων του εκάστοτε οργανισμού, των συνδικαλιστών του και του αντίστοιχου πολιτικού/κομματικού προσωπικού. Τα διάφορα επιδόματα και οι θέσεις αργομισθίας αποτελούν μόνο δύο από τις πιο τρανταχτές εκφάνσεις αυτού του φύσει αντεργατικού «δούναι και λαβείν».

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα σταθούμε σχετίζεται με το πώς έγινε αντιληπτή η κρίση από το συντριπτικό μέρος της ντόπιας εργατικής τάξης. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως η κρίση εθνικοποιήθηκε έως εκεί που δεν έπαιρνε. Έγινε αντιληπτή ως μια ακόμα επιβουλή των κακών ξένων εις βάρος της «χώρας». Η κριτική στο ελληνικό πολιτικό/οικονομικό σύστημα περιορίστηκε στο ανάθεμα του πολιτικού προσωπικού των «κομμάτων εξουσίας». Στην πραγματικότητα σάρκα από τη σάρκα των ίδιων των υβριστών τους. Δεν ακούμπησε σε καμία περίπτωση, με καμία αφορμή (και δόθηκαν πολλές) και για κανέναν λόγο τα ντόπια αφεντικά. Δέκα χρόνια συστηματικής υποτίμησης της εργασίας και οι βασικοί, αν όχι οι μοναδικοί, κερδισμένοι απ’ αυτή τη διαδικασία απαξίωσης την έβγαλαν στο απυρόβλητο. Ακόμα και η μείωση του ήδη χαμηλού βασικού μισθού δεν έγινε αντιληπτή ως ξεκάθαρη ένεση ρευστότητας στα ντόπια αφεντικά. Οι κατάρες στην τρόικα και στους προδότες πολιτικούς σκέπασαν κάθε ίχνος ταξικής ανεξαρτησίας. Οδηγώντας στην κυβέρνηση αυτούς που υποσχέθηκαν την λύτρωση από τα μνημόνια με αριστερό πρόσημο και τους φίλους τους που υποσχέθηκαν την εθνική λύτρωση με ακροδεξιό πρόσημο.

Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για αύξηση του βασικού μισθού ταιριάζει γάντι στη γενικότερη κουλτούρα περί μισθού. Όπως έχει βαλθεί να μοιράζει επιδόματα και να διοργανώνει φορολοταρίες, έτσι μπορεί να αυξάνει και τον βασικό μισθό. Διότι μπορεί η τάξη μας να ξέχασε ότι ο μισθός είναι πρώτα και κύρια σχέση εξουσίας, αλλά οι κυβερνώντες ποτέ δεν ξεχνούν πόσο λατρευτός μπορεί να γίνει από τους υποτελείς ο κρατικός πατερναλισμός, ειδικά σε καιρούς οικονομικής στενότητας. Αρκεί βεβαίως ο βασικός μισθός να παραμένει στα πλαίσια φιλοδωρήματος, αρκετά μακριά από το να καλύπτει τις σύγχρονες βασικές μας ανάγκες.

Δεν είναι όμως μόνο η ηθική της εθελοδουλείας και της αναζήτησης ενός πιο φιλεύσπλαχνου κυβερνητικού προστάτη. Η αύξηση του βασικού μισθού δεν έρχεται στα πλαίσια μιας κατά τα άλλα εύρυθμης εργασιακής καθημερινότητας. Τα δέκα χρόνια κρίσης, θεμελίωσαν μια σειρά σταθερών μέσα στους χώρους εργασίας, που από τη μια απορρύθμισαν πλήρως το εργασιακό πλαίσιο και από την άλλη ενίσχυσαν σημαντικά τον πόλο των αφεντικών. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μια αύξηση της τάξης του 11% στον βασικό μισθό να μην αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα για αυτά.

Η αναμφισβήτητη πραγματικότητα της αδήλωτης εργασίας (σε όλες της τις μορφές), το εύρος των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η αύξηση της έντασης (και της πειθάρχησης) και του χρόνου εργασίας, δεν είναι θέματα περιφερειακά του μισθού. Αντιθέτως είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτόν. Ήδη χιλιάδες μισθωτοί εργάζονται περισσότερες ώρες από τις «δηλωμένες», χωρίς φυσικά να πληρώνονται, σαν να γίνεται από κάποια άρρητη υποχρέωση προς τα αφεντικά. Χιλιάδες εργάζονται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, παίρνοντας μισθούς μικρότερους από τον βασικό (μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία) ή διαλύοντας την καθημερινότητά τους από τα άναρχα ωράρια. Ενώ ταυτόχρονα όλοι και όλες μαζί είμαστε πιο πειθαρχημένοι, πιο παραγωγικοί, πιο εντατικοί στον τρόπο που εργαζόμαστε, μπροστά στον φόβο της απόλυσης και της no alternative των αφεντικών. Και φυσικά οι κλεμμένες εισφορές και οι επιστροφές χρημάτων στο ταμείο της επιχείρησης στο τέλος του μήνα δεν αποτελούν εξαιρέσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι φανερό στον καθένα και στην καθεμία πως αυτό που τεχνοκρατικά ονομάζεται εργασιακό κόστος έχει αποκτήσει την απαραίτητη, για τα αφεντικά, ελαστικότητα. Και μέσω του τυπικού συντάγματος των ταξικών σχέσεων αλλά και μέσω του πραγματικού συντάγματος· των πραγματικών, δηλαδή, συσχετισμών δύναμης μέσα στις δουλειές. Ελαστικότητα που μπορεί πολύ εύκολα να εξαφανίσει τις τυπικές αυξήσεις της τάξης του 11%.

Μ’ αυτήν την έννοια η πολυδιαφημισμένη αύξηση του βασικού μισθού δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια άθλια παραχάραξη του τι πραγματικά συμβαίνει μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς. Όχι μόνο γιατί είναι εξαιρετικά αναντίστοιχη με ένα πλήθος μέτρων που την ίδια ακριβώς περίοδο, έτσι κι αλλιώς πλήττουν το εργατικό εισόδημα (άμεση και έμμεση φορολογία, μείωση αφορολόγητου, αυξήσεις τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης κ.ο.κ.). Ούτε επειδή ουσιαστικά μετατρέπει τον μισθό σε ένα -μεγαλύτερης ή μικρότερης τάξης- χαρτζιλίκι. Η αύξηση του βασικού μισθού είναι η θλιβερή επικύρωση της γενικευμένης υποτίμησης της εργατικής μας δύναμης, η εκκωφαντική θεσμοθέτηση της φιγούρας του εργαζόμενου φτωχού, που καθώς η καπιταλιστική κρίση οξύνεται θα πρέπει να αρκείται σε όλο και λιγότερα.

Ξέρουμε πως δεν έχει σημασία η πτώση αλλά η πρόσκρουση. Αλλά για να γίνει ακόμη κι αυτή αντιληπτή δε φτάνουν κατάρες και ευχές, δεν αρκούν βλαστήμιες και πανηγύρια. Έτσι δεν είναι;

 
 
       

Αυτονομία 2021