Αυτονομία

Barricada

 

Τα εμβατήρια του ανθρωπισμού

Στην αρχή είπαν: «να μην γίνουμε αποθήκη ανθρώπινων ψυχών». Μετά είπαν: «ας είναι -θα τους φροντίσουμε από το υστέρημά μας». Η αστραπιαία ρητορική εναλλαγή μεταξύ ενός “light” ρατσισμού και μιας «πονοψυχίας» βγαλμένης σαν από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, έχει γίνει κάτι σαν τη δεύτερη φύση αυτής της χώρας -της αριστερο/ακροδεξιάς κυβέρνησής της κι ενός υπολογίσιμου τμήματος των ντόπιων. Κι είναι ενδεικτική μιας «ψυχοσύνθεσης» που διανύει ταχύτατα την απόσταση από τη μιζέρια και την μισανθρωπιά στην υποτιθέμενη γαλαντομία και πάλι πίσω. Γιατί η αλήθεια είναι πως η όλη αφήγηση της εποποιίας του ελληνικού ανθρωπισμού τους τελευταίους μήνες, είναι κατάλληλη μόνο για κανά μελλοντικό μάθημα πατριδογνωσίας· εκεί που ο σκοπός είναι όλοι να πίνουν απ’ αυτά που σπρώχνουν. Μέχρι εκεί όμως, παραπέρα δεν πάει.

Όπως έχουν καταλάβει πλέον οι πάντες, η ώρα μηδέν για το ελληνικό κράτος και τους υπηκόους του έχει φτάσει όσον αφορά το «προσφυγικό». Τα σύνορα έχουν κλείσει και κλειδαμπαρώσει σε τέτοιο βαθμό, που η συνθήκη Σένγκεν μοιάζει απομεινάρι άλλων καιρών. Κι είναι ένα ερώτημα διαφορετικής τάξης, ποιο κράτος έχει απομείνει να την εφαρμόζει πραγματικά, ώστε ν’ απαιτήσει στ’ αλήθεια την αποπομπή της Ελλάδας. Σ’ αυτές τις συνθήκες -των εθνικών προτεραιοτήτων- είναι που έχουν ανέβει μια σκάλα ακόμη τα ντεσιμπέλ του ελληνικού «ανθρωπισμού». Αυτό δεν συμβαίνει διότι οι έλληνες αποφάσισαν τελικά να γίνουν μια «αποθήκη ψυχών με ευαισθησίες». Τα ντεσιμπέλ βαράνε κόκκινο μπας και καλύψουν ηχητικά (και εν τέλει πολιτικά/ιδεολογικά) τους κινητήρες των στρατιωτικών οχημάτων και τα παραγγέλματα.

Η εμπλοκή του στρατού στη διαχείριση μεταναστών και προσφύγων θα φάνταζε απλά αδιανόητη λίγα χρόνια πριν· όχι πλέον όμως, αφού ζούμε και κινούμαστε στους καιρούς του αδιανόητου. Σε πρώτο χρόνο πολλοί είπαν, υπονόησαν, ότι αυτό συνέβη λόγω της αναποτελεσματικότητας της ελληνικής κρατικής μηχανής, όπου ο στρατός ήρθε να συμμαζέψει την κατάσταση και να προχωρήσει ταχύτατα η κατασκευή «δομών φιλοξενίας». Σίγουρα ισχύει κάτι τέτοιο -το ερώτημα όμως είναι: μόνο κάτι τέτοιο ισχύει; Διότι πρέπει να το θυμόμαστε πια: οι καιροί του αδιανόητου διαρρηγνύουν τις βεβαιότητες όλων, μαζί και τις δικές μας.

Πρέπει να θυμόμαστε και κάτι ακόμα, πριν δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω. Οι πρόσφυγες πολέμου (αλλά και οι μετανάστες εργάτες, οι οποίοι προέρχονται από μια σειρά χώρες που τυπικά «δεν έχει πόλεμο») δεν γλύτωσαν τον πόλεμο· τον κουβαλάνε, τον σέρνουν μαζί τους. Έχει κολλήσει στα ρούχα τους, είναι το χέρι και το πόδι που έμεινε πίσω εκεί να χάσκει, είναι οι μνήμες που θα είναι πάντα εδώ και μια «κανονική» ζωή που θάφτηκε αμετάκλητα στα χώματα εκεί. Οι πρόσφυγες πολέμου ανήκουν στους «χαμένους» αυτού του κόσμου, αυτούς που σημάδεψε η κλιμακούμενη βαρβαρότητα των κρατών και των αφεντικών, χωρίς ν’ αστοχήσει. Και μ’ αυτήν την έννοια ο «ανθρωπισμός» που αντιστοιχεί στην περίπτωσή τους, ό,τι τους επιφυλάσσεται ως «καλωσόρισμα», είναι η συντήρηση σε μια κατάσταση υπο-ζωής/λαθραίας επιβίωσης -αν φυσικά γλυτώσουν από τους «πνιγμούς» και τις μαφίες.

Να απαντήσουμε λοιπόν τώρα στο ερώτημα «για ποιους άλλους λόγους ανακατεύεται ο στρατός στη διαχείριση μεταναστών και προσφύγων;». Μα φυσικά, λέμε, για να θέσει, να επιβάλλει τον «ανθρωπισμό», δηλαδή εκείνη την οριακή κατάσταση υπο-ζωής που πρόκειται να τους ακολουθήσει για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Να φάνε τα ληγμένα του ελληνικού catering, να εμβολιαστούν ενάντια στο ενδεχόμενο να γίνουν «υγειονομικές βόμβες», να ψηθούν κάτω από τον ελληνικό ήλιο των επόμενων μηνών, να... Να γίνουν εν τέλει το υποδειγματικό αντικείμενο μελέτης και εφαρμογής της διαχείρισης ενός πληθυσμού, κάτι που επ’ ουδενί δεν μπορεί ν’ αναπαρασταθεί στα αντίστοιχα σεμινάρια του στρατού και των «φιλεύσπλαχνων» ΜΚΟ.

Μην μπερδεύεστε λοιπόν από τον ελληνικό «ανθρωπισμό»: ο στρατός πάλι κάποιου είδους σύνορα θα φυλάει. Μόνο που αυτή τη φορά θα είναι η περιφρούρηση ενός βιοπολιτικού ορίου: να εξασφαλιστεί ότι σε μια Ελλάδα που «δεν αντέχει άλλους μετανάστες», σε μια χώρα που δύσθυμα γίνεται «αποθήκη ψυχών», η συνθήκη της λαθραίας επιβίωσης θα αποκτήσει υπόσταση, χωρίς κατά το δυνατόν να ξεχειλίσει προς τους ντόπιους -που δεν θέλουν «κέντρα φιλοξενίας» στην περιοχή τους. Κι όποιος ντόπιος κάνει να ανησυχήσει πολύ και τον πιάσει καμιά «κρίση συνείδησης», ο στρατός θα τον νανουρίσει με παλιά κι αγαπημένα εμβατήρια..
 
 
       

Αυτονομία 2021