Αυτονομία

Barricada

 

Τα hot spots των εθνικών οδών

Καλοκαίρι ήταν και έφυγε. Η ιστορική εξαίρεση του καλοκαιριού του 2015, όπου τα κράτη της ΕΕ με προεξάρχουσα τη Γερμανία άνοιξαν τα σύνορά τους για τους ξεριζωμένους των failed state της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής, κάποια στιγμή θα τελείωνε. Το ήξεραν οι μετανάστες που βιάζονταν να φύγουν, το ήξεραν οι αστυνομίες που βαρυγκομούσαν από την υποχρέωση να μην δέρνουν, το ήξεραν τα υπουργεία εσωτερικών, το ήξεραν τα ΜΜΕ, και το πρόβλεπαν λίγες διάσπαρτες ομάδες αλληλεγγύης στην Ελλάδα.
Οι κάτοικοι και τηλεθεατές της Ελλάδας, ως συνήθως, αυταπατούνταν βλέποντας σχεδόν όλα τα σύνορα από την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία ορθάνοιχτα. Σχεδόν όλα, εκτός από τα ελληνοτουρκικά. Ήθελαν να πιστεύουν ότι αυτό θα κρατούσε για πάντα.

Το πρώτο μερικό κλείσιμο των συνόρων και η επιστροφή στην Ευρώπη-φρούριο, ξεκίνησε το Νοέμβρη, όταν καθιερώθηκε ο όρος SIA ως προϋπόθεση για να βγει κάποιος από την Ελλάδα. Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν, ήταν οι εθνικότητες που περνούσαν τα σύνορα ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να βολοδέρνουν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και στα σύνορα, μήπως και βρουν διακινητές για να αποδράσουν από το συνοριακό φυλάκιο Ελλάδα. Ταυτόχρονα άρχισαν να φυλακίζονται οι μετανάστες από τη Β. Αφρική.
Το σαββατοκύριακο 20-21/2, ξεκίνησε η άρνηση του καθεστώτος πρόσφυγα και στους Αφγανούς. Το SIA έμεινε SI με προοπτική να φύγουν και τα εναπομείναντα γράμματα. Αυτό σήμαινε ότι οι αφγανοί που προωθούνταν στα σύνορα, δεν είχαν καμιά ελπίδα να περάσουν κι ότι θα είχαν τη μοίρα των αφρικανών και ασιατών μεταναστών. Κι επίσης ότι τα σύνορα θα γέμιζαν με μετανάστες που θα μάθαιναν ότι «τελευταία στάση, ειδομένη».

Από το καλοκαίρι των ορθάνοιχτων (πλην του Έβρου) συνόρων, το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες σαν γραφείο μετακομίσεων. Είχε αναλάβει το βαρετό αλλά προσοδοφόρο καθήκον να μεταφέρει από τα νησιά στην Αθήνα, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη κι από τη Θεσσαλονίκη στα σύνορα, το ανθρώπινο φορτίο των μεταναστών που βγήκαν με τις βάρκες στις ακτές του. Φορτίο που πλήρωνε τα εισιτήρια του, πλήρωνε τη διαμονή του, πλήρωνε το φαγητό του, πλήρωνε τα νέα εισιτήρια του κι έφευγε για πάντα. Πάρτυ έχουν κάνει οι ακτοπλοϊκές, τα λεωφορεία, τα κλειστά το χειμώνα ξενοδοχεία.

Όταν λοιπόν συνέβη το προαναγγελθέν κλείσιμο  των συνόρων για τους Αφγανούς  το ελληνικό κράτος αντέδρασε σαν απλήρωτος φορτηγατζής. Κατέβασε το φορτίο στη μέση της διαδρομής, εκβιάζοντας για περισσότερα χρήματα για την αποθήκευσή του.

Τα πληρωμένα από τους μετανάστες πούλμαν με προορισμό τα σύνορα, άρχισαν να παρκάρουν στους σταθμούς αυτοκινήτων της Εθνικής Οδού Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας τις οδηγίες των μπάτσων για διασπορά των μεταναστών. «Ξεφορτώστε και περιμένετε». Το ανθρώπινο φορτίο ξεφορτώθηκε όπως όπως στα βενζινάδικα της εθνικής, σαν παλέτες που περιμένουν να παραληφθούν. Θερμοπύλες, Αλμυρός, Τέμπη, Κατερίνη, γέμισαν από χιλιάδες μετανάστες, παρατημένους στα χωράφια, χωρίς νερό, φαγητό, γιατρούς, χάρτη, σκηνές, φάρμακα. Κι αφού γέμισε πούλμαν η εθνική, η διασπορά συνεχίστηκε στους παρακαμπτήριους δρόμους. Καλαμπάκα, Κοζάνη, Καρδίτσα, Τρίκαλα πήραν τις παλέτες που περίσσευαν από τους δρόμους του Μπόμπολα.

Θα μπορούσε κάποιος να καταραστεί την ελληνική ανοργανωσιά ή τους φλύαρους αριστερούς που δεν ξέρουν να δέσουν ούτε τα κορδόνια τους. Αυτό όμως, είναι συχνά το προπέτασμα καπνού για να κρυφτεί η πραγματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Όσοι θυμούνται τις καθυστερήσεις για την Ολυμπιάδα του 2004, θα θυμούνται κι ότι αυτές οι καθυστερήσεις ήταν ο τρόπος για να επιτευχθεί η απευθείας ανάθεση και η υπερκοστολόγηση των έργων, ενώ σε επίπεδο δημόσιας τάξης η Ελλάδα είχε αξιοζήλευτα ποσοστά «ταχύτητας».

Η οργανωμένη ανοργανωσιά της διαχείρισης των μεταναστών πέτυχε εκείνο το σαββατοκύριακο τη δημιουργία μιας μινι-ανθρωπιστικής κρίσης, με τις χιλιάδες ανθρώπων παρατημένους στη μέση της εθνικής. Ήταν άλλωστε η εβδομάδα που αποφάσιζε η ΕΕ πόσα φράγκα θα στείλει για να γίνει η Ελλάδα ένα μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό, η δημιουργία πολλών μικρών Ειδομένων, λειτουργούσε σαν η καλύτερη εξοικίωση των ελλήνων με τον εγκλεισμό χιλιάδων μεταναστών «για ανθρωπιστικούς λόγους». Γιατί αυτές οι χιλιάδες νηστικών, βρώμικων, χαμένων μεταναστών προβλήθηκαν μαζικά λειτουργώντας σαν η καλύτερη διαφήμιση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τα μωρά που κοιμούνται στο χώμα μετέτρεπαν τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα που ετοιμάζονται σε «ανθρωπιστική λύση». «Τουλάχιστον να μην κρυώνουν τα κακόμοιρα, γιατί δεν τα βάζουν σε ένα άδειο στρατόπεδο;».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε τους δημάρχους των περιοχών που ήταν τα βενζινάδικα δεν ενημέρωσαν οι μπάτσοι κι έτσι οι 2 τουαλέτες των βενζινάδικων εξυπηρετούσαν 400-500 ανθρώπους για μέρες, ενώ η τροφή ήταν τα burgers των goody’s για όσους είχαν λεφτά. Κάτι έμαθαν από το δημιουργικό χάος του Βαρουφάκη.

Το σχέδιο των μπάτσων, όπως το άκουσαν σύντροφοι που ανακατεύτηκαν με τους οδηγούς των πούλμαν, ήταν να παρκάρουν τους μετανάστες στα βενζινάδικα για όσο χρειαστεί, και να τους διώχνουν λίγο λίγο. Δυο πούλμαν σήμερα για θεσσαλονίκη, άλλα τρία να πάνε από τη Λαμία μέχρι τον Αλμυρό, την άλλη μέρα να φτάσουν Τέμπη και βλέπουμε. Δηλαδή 100 χιλιόμετρα κάθε δύο μέρες, άρα καμιά εβδομάδα μέχρι να φτάσουν στα σύνορα.

Αυτό λειτούργησε για ένα βράδυ μόνο γιατί όποιος έχει έρθει από τόσο μακριά με τα πόδια, έχει εκπαιδευθεί στο να τον αντιμετωπίζουν σαν παλέτα που αφήνει λεφτά. Το έζησε στη χώρα του, το έζησε στην Τουρκία, το έζησε για να μπει στη βάρκα, το έζησε στα νησιά που τον έκλεβαν, στο καράβι που τον έβαζαν να κάτσει στο κατάστρωμα μακριά από τους ευρωπαίους επιβάτες.

Οι υπομονετικοί μέχρι εκείνη τη στιγμή μετανάστες κατάλαβαν ότι οι μπάτσοι τους καθυστερούν κι έκαναν αυτό που τους έφτασε μέχρι εδώ. Άρχισαν να περπατούν. Το bug στο πρόγραμμα της αστυνομίας ήταν ότι δε φτάνει να θεωρείς τους ανθρώπους παλέτες, πρέπει να το θεωρούν και οι ίδιοι. Και ξαφνικά την Τρίτη 23/2 η εθνική γέμισε με μετανάστες που περπατούσαν, όπως περπατούσαν και πριν λίγο καιρό, από το Ιράν στην Τουρκία, από τη Συρία στο Λίβανο, όπως περπατούσαν πάντα. «Πόσο μακριά είναι τα σύνορα;» ρωτούσαν κι όταν άκουγαν 300 ή 400 χιλιόμετρα απαντούσαν «φύγαμε, 3 μέρες δρόμος είναι». Οι ΟΠΚιτες κοιτούσαν τους πεζοπόρους με αυτό το βλέμμα που μόνο μπάτσος μπορεί να έχει, μίγμα αδιαφορίας και οργής. «Δεν είναι ευθύνη μου, άρα δεν με νοιάζει αλλά αν με άφηναν να τους πλακώσω θα κάθονταν φρόνιμοι». Οι μαθημένοι να τρέχουν μόνο στο διάδρομο του γυμναστηρίου θεωρούσαν αδιανόητο να περπατά κάποιος στην εθνική οδό με προορισμό τα σύνορα.

Ενώ τα μούτρα των αξιωματικών της αστυνομίας ήταν ο ορισμός της έκπληξης και του πανικού. «Δεν έπρεπε να φύγουν, είναι νηστικοί, έχουν παιδιά...». Πέρασαν τους μετανάστες για έλληνες, που τραβάνε σέλφι στη φωτιά μέχρι να καούν. Αυτό ήταν το πραγματικό δημιουργικό χάος. Περιπολικά να φεύγουν με παντιλίκια για να προλάβουν τους πεζούς, τροχαίοι να παρακαλούν τους οδηγούς των πούλμαν να μαζέψουν από την Εθνική τους πεζούς λέγοντας «όσους χωράτε, δεν γράφουμε σήμερα», κι αυτοκίνητα με ελληνικές πινακίδες να φωτογραφίζουν το θέαμα.

Η αποφασιστικότητα των μεταναστών τέλειωσε το «σχέδιο βενζινάδικα» μέσα σε τρεις μέρες. Από την Τρίτη 23/2 που άρχισαν να περπατούν μέχρι το Σάββατο 27/2, τα βενζινάδικα άδειασαν και τα πούλμαν έφταναν σχετικά γρήγορα στα σύνορα.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτοί κι αυτές που έκαναν χαρτοπόλεμο το σχέδιο εγκλωβισμού τους στα πάρκινγκ δεν είναι οι παρέες νεαρών αντρών που γέμιζαν τις βάρκες το καλοκαίρι. Ούτε οι καλοντυμένοι γλωσσομαθείς πρόσφυγες που προκαλούσαν δέος ακόμη και στους μπάτσους. Όπως δείχνουν και τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας οι χειμωνιάτικες βάρκες έχουν κυρίως οικογένειες με πολλές γυναίκες και πολλά παιδιά. Κι αυτό που δεν λέει η Αρμοστεία είναι ότι είναι κυρίως φτωχοί. Τα πεντακοσάευρα που έβλεπαν οι νησιώτες το καλοκαίρι έχουν γίνει εικοσάευρα, αγγλικά ξέρουν ελάχιστοι, τα πρόσωπα είναι πιο σκαμμένα, τα χαμόγελα λιγότερα. Αλλά ξέρουν να περπατούν. Μαζί.

 
 
       

Αυτονομία 2021