Αυτονομία

Barricada

 

Αντιγερµανισµός: κυνηγώντας τους “βαρβάρους”

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι «σκληρές διαπραγματεύσεις» της κυβέρνησης των σοσιαλ/ψεκασμένων με τους δανειστές βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη και μια σειρά ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Υπάρχουν όμως ορισμένα καίρια, κρίσιμης σημασίας ζητήματα, που δεν βρίσκονται υπό καμία διαπραγμάτευση σε κανένα τραπέζι αξιοσέβαστων κυρίων –με επίσημη ή casual ένδυση: το σημαντικότερο απ’ αυτά ήταν και παραμένει η διανοητική, ηθική, συναισθηματική, υλική υποτίμηση της πολυεθνικής εργατικής τάξης σ’ αυτή τη χώρα, με την επιβολή μια σειράς διαφοροποιημένων, αλλά επικαλυπτόμενων, πολιτικών και στρατηγικών. Η ενδόμυχη πίστη πως κάτι θ’ αλλάξει προς το καλύτερο αυτή η κυβέρνηση –για την τάξη μας, χωρίς τους πλέον αδιάλλακτους αγώνες που θα έπρεπε να δώσουμε- είναι μια απόλυτα μεταφυσική κατάσταση, η οποία δυστυχώς έχει ακόμα πάρα πολλούς οπαδούς.   
Μια επιπλέον σταθερά που προφανώς και δε βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων -και είναι το θέμα αυτού του κειμένου- είναι η σχεδόν καθολική ηγεμονία του «αντιγερμανισμού» στην Ελλάδα, σε κάθε επίπεδο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ξεκινώντας από την κεντρική πολιτική σκηνή και φτάνοντας μέχρι το μικρο-επίπεδο των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ως γνωστόν γιγαντώθηκε την τελευταία πενταετία, της «μνημονιακής περιόδου» της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης εν ελλάδι και βεβαίως έχει εξαρχής ενταχθεί οργανικά στο σώμα των κυρίαρχων ιδεολογιών του ελληνικού εθνικού κορμού. Άλλωστε μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η πάνδημη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «καταδίκη των μνημονίων» -αυτού του στρατηγικού αντιπερισπασμού της ελληνικής πολιτικής και καπιταλιστικής ελίτ- συνοδεύεται από ισχυρές δόσεις εθνικά υπερήφανου αντιγερμανισμού.

 

Αντι-Αμερικανισμός στο παρελθόν…

Φαίνεται πλέον σαν να έχουν περάσει αιώνες, η αλήθεια πάντως είναι πως μέχρι πριν λίγα μόνο χρόνια τη θέση του γενικευμένου αντιγερμανισμού κατείχε ο αντιαμερικανισμός: το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κοινωνίας, τα πολιτικά της κόμματα με προεξάρχουσα την αριστερά, τα media, οι θεσμοί και το βαθύ κράτος εμφορούνταν, προωθούσαν και αναπαρήγαγαν μια σταθερή «αντίθεση» προς την υπερατλαντική -κάποτε- υπερδύναμη. Πολλοί/ες θα ήθελαν να πιστεύουν πως αυτή η μεγάλη πλειοψηφική στάση οφειλόταν σ£ έναν χωνεμένο, μέσα στο πέρασμα των χρόνων, αριστερόστροφο «αντι-ιμπεριαλισμό». Όμως εκείνο που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν πως αποτελούσε -για όσους/ες θα ήθελαν να το δουν- ένα βολικό άλλοθι του ελληνικού ιμπεριαλισμού και ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων στις γεωπολιτικές -κατά κύριο λόγο- διευθετήσεις και συμφωνίες τους με τις ΗΠΑ. Και υπήρξαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, μιας και το ελληνικό κράτος φρόντιζε να κρατάει «ζεστές» τις ιμπεριαλιστικές του ορέξεις, τόσο κατά την παγκόσμια ψυχροπολεμική περίοδο, όσο και αργότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά.
Θα ξέφευγε από τους σκοπούς αυτού του κειμένου μια αναλυτικότερη αναφορά στον αντιαμερικανισμό και τα κομβικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας που τον εξέθρεψαν μέχρι εκείνου του σημείου που άγγιζε πλέον την πολιτική συνωμοσιολογία. (βλ. «Τα  μυστικά του βούρκου»  Α’ και Β’ τόμος, εκδ. Αντισχολείο). Εδώ θα μνημονεύσουμε μόνο το βασικό πολιτικό/ιδεολογικό πλαίσιο εξηγήσεών του, διότι θα μας φανεί χρήσιμο και στην συνέχεια. Αναφερόμαστε φυσικά στην μεταπολεμική αριστερή ιστοριογραφία και μια ολόκληρη δέσμη απόψεων διανοούμενων που συνέβαλαν αποφασιστικά και στη διαμόρφωση των βασικών κατευθύνσεων του συνόλου σχεδόν των κομμάτων της αριστεράς, σχήματα που μπορούν να κωδικοποιηθούν ως «θεωρία/ες της (ελληνικής) εξάρτησης». Αυτές οι αντιλήψεις επιχειρούσαν να αποδώσουν στην μετα-τον-Β΄ Παγκόσμιο εξωτερική πολιτική του αμερικανικού κράτους μια σειρά γεγονότα και πραγματικότητες στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων επρόκειτο για τον πλήρη και ολοκληρωτικό εξοβελισμό της αριστεράς (ως κόσμος και οργανώσεις) από την πολιτική και κοινωνική ζωή, την (κατ’ αυτούς) ελληνική καπιταλιστική και θεσμική «υπανάπτυξη» -που χρησιμοποιούσε προς απόδειξη αυτής τις πλέον «ορθόδοξες» μαρξιστικές/λενινιστικές αναγνώσεις- και φυσικά την στάση των ΗΠΑ στα ελληνικά «εθνικά δίκαια», όπως αυτά γίνονταν τότε (αλλά και τώρα) αντιληπτά από την αριστερά. Σύνοψη αλλά και συμπέρασμα για λαϊκή χρήση -και όχι μόνο- όλων των παραπάνω, ήταν η διαπίστωση πως το ελληνικό κράτος και η εγχώρια αστική τάξη βρίσκονταν σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης από τα αμερικανικά εθνικά, καπιταλιστικά, γεωπολιτικά συμφέροντα: διατυπώνονταν σε πλήρη σύμπλευση με αυτά τα συμφέροντα, συναρτούνταν με αυτά, ικανοποιούνταν (αν και όποτε) σύμφωνα με αυτά, άρα με λίγα λόγια ήταν εξαρτημένα απ£ αυτά.
Υπάρχουν πάρα πολλά ιστορικά γεγονότα, αποδείξεις και επιχειρήματα που υποδεικνύουν πως μόνο έτσι δεν ήταν/είναι τα πράγματα. Όμως και για να μην ξεφύγουμε απ£ το θέμα μας, φτάνει μόνο ένα: πως συνέβη τελικά μέσα σε λίγα μόλις χρόνια και κάτω από την μύτη όλων αυτών των ορκισμένων αντιαμερικάνων «αντι-ιμπεριαλιστών», μια ολόκληρη χώρα το κράτος, η αστική της τάξη, οι παραγωγικές της δομές πέρασαν στο άρμα του γερμανικού ιμπεριαλισμού, άρα στη σφαίρα μιας άλλης ξένης εξάρτησης; Και καλά οι ντόπιοι «αντι-ιμπεριαλιστές» που μάλλον πιάστηκαν εξ εφόδου, οι αμερικάνοι τι έκαναν -τους πήρε ο ύπνος; Πώς έχασαν απ’ τα χέρια τους μια σχεδόν-αποικία στην νοτιο-ανατολική Μεσόγειο, μια πόρτα από την Μέση Ανατολή;
Εφαρμόζοντας αυτό το μικρό «προβοκάρισμα» των περί εξάρτησης αντιλήψεων φανερώνονται κάπως τα μεγάλα λογικά και πολιτικά της κενά. Πιο έντονα όμως φανερώνεται η διανοητική ένδεια και η πολιτική χρεωκοπία των αρχικών/ορίτζιναλ, αλλά και των μεταγενέστερων/ιμιτασιόν εκφραστών της. Υπό άλλες προϋποθέσεις όμως, κάτι τέτοιο είναι διοικητικό προσόν: σε τελική ανάλυση οι περί εξάρτησης αντιλήψεις υπήρξαν (ανάμεσα σε άλλα συστατικά) το πολιτικό διαβατήριο της αριστεράς προς την κεντρική πολιτική σκηνή, που έφτασε με το πέρασμα των χρόνων να την ανεβάσει στην κυβερνητική εξουσία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με το πασοκ, μέχρι και σήμερα με τον συριζα.

 

Αντι-Γερμανισμός στο παρόν…

Η αντιπαραβολή που κάνουμε μεταξύ αντιαμερικανισμού και αντιγερμανισμού, βασικό σκοπό έχει ν’ αποκαλύψει μερικά βασικά κοινά μοτίβα της εννόησης και της πολιτικής χρήσης τους στην Ελλάδα -κατά τ£ άλλα φυσικά και έχουμε πλήρη επίγνωση των σημαντικών διαφορών των μεταξύ τους ιστορικών περιόδων. Όμως πώς αλλιώς θα γινόταν ευμενώς δεκτή η πρόσφατη αντίληψη περί εξάρτησης από την Γερμανία, αν δεν είχε προηγηθεί μια χρόνια εκπαίδευση/χειραγώγηση σύμφωνα με το δόγμα της αμερικάνικης; Με άλλα λόγια η «γερμανική κατοχή» των μνημονίων είναι μια πολιτικά ηγεμονική -και πλήρως χειραγωγική- κατανόηση της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή ούτως ή άλλως στην αφήγηση έχει προηγηθεί η «αμερικανοκίνητη χούντα» κ.τ.λ. Είναι μάλλον ίδιον αυτής της κοινωνίας, των ποικίλων πολιτικών της εκφράσεων και των σταθερών αντιλήψεων της μέσα στο χρόνο η διεκτραγώδηση - φυσικά με την καθοριστική συμβολή του «ξένου παράγοντα» - των καπιταλιστικών και κρατικών δεινών που της αντιστοιχούν, αλλά και των κυμάτων του ανταγωνισμού μέσα στην Ιστορία.
Είπαμε όμως και παραπάνω πως ο αντιγερμανισμός (δηλαδή η αντίθεση στην ελληνική εξάρτηση από τα γερμανικά συμφέροντα) είναι οργανικά συνδεδεμένος ως ιδεολογία με τον ελληνικό εθνικό κορμό, όπως υπήρξε παλαιότερα και ο αντιαμερικανισμός. Πως αποδεικνύεται αυτό; Θα αρκούσε και μόνο το γεγονός πως ήδη από την εποχή των «αγανακτισμένων» ο αντιγερμανισμός έχει λειτουργήσει με απόλυτα χειραγωγικό τρόπο ενάντια στην στοιχειώδη κατανόηση των αιτιών της καπιταλιστικής κρίσης και των εργατικών/κινηματικών «απαντήσεων» σ’ αυτήν. Θα αρκούσε και μόνο πως η χωροθέτηση του εχθρού «κάπου μακριά», ευνοεί τους επιτήδειους που αναλαμβάνουν να μεσολαβήσουν πολιτικά (και να «διαπραγματευθούν» με) αυτή την «απόσταση» -μαζί φυσικά με τα ελληνικά αφεντικά που μόνο να κερδίσουν έχουν απ£ αυτή την πολιτική αστοχία. Θα αρκούσε μόνο να πούμε ότι η εργατική/προλεταριακή χειραφέτηση έχει μπλοκαριστεί μέχρι σήμερα με τρόπο στρατηγικό, ανάμεσα στις συμπληγάδες των εθνικών αφηγήσεων και συμφερόντων. 
Κι όμως: η λειτουργικότητα του αντιγερμανισμού δεν εξαντλείται μόνο στα παραπάνω. Ακριβώς επειδή επιτυγχάνει να δρα αποτρεπτικά ή/και καταπραϋντικά στα εργατικά δίκαια, είναι σε θέση να επιτελεί κι άλλους κρίσιμους ρόλους. Κατ’ αναλογία του αντιαμερικανισμού προτείνει και υποδεικνύει κατευθύνσεις μιας εθνικά υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής -πέρα από τους «δυνάστες». Τα ελληνικά γεωπολιτικά «ανοίγματα» των τελευταίων χρόνων στην ευρύτερη περιοχή γίνονται εν πολλοίς ευμενώς δεκτά (και πάντως δεν είναι απορριπτέα). Ελάχιστοι φαίνεται να κατανοούν πως το ελληνικό κράτος ακονίζει τα δόντια και τις ξιφολόγχες του, ενώ παριστάνει πως απλά «διαφοροποιεί» την εξωτερική του πολιτική. Ελάχιστοι κατανοούν πως η γεωπολιτική κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, που διολισθαίνει στην ανοιχτά πολεμική συνθήκη, θα ήταν μια «υπέροχη ευκαιρία» για κείνο το κράτος που έχει αναγάγει τον «τυχοδιωκτισμό» σε υψηλή στρατηγική. Και (θα) είναι ρητορικό τελικά το ερώτημα «με έξοδα ποιών ακριβώς;» συμβαίνουν ή πρόκειται να εξελιχθούν στο μέλλον τέτοιες μεθοδεύσεις...
Είναι πασιφανές λοιπόν πως ο αντιγερμανισμός αποτελεί την τρέχουσα πίσω όψη της προτεραιότητας του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Είναι επίσης πασιφανής -σε όσους θα ήθελαν να την δουν- η εκπληκτική αντιγερμανική συνέπεια που επιδεικνύεται στα ανώτατα κρατικά και κυβερνητικά κλιμάκια τα τελευταία χρόνια: είναι μια από τις σημαντικότερες αποδείξεις πως οι σοσιαλ/ψεκασμένοι δεν αποτελούν κάποιου είδους «τομή» στη διακυβέρνηση, αλλά μάλλον μια συνέχεια του εθνικού συμφέροντος.
Ανήκουμε πολιτικά σ£ εκείνους τους λίγους που παλαιότερα διαδήλωναν και φώναζαν πως «ο αντιαμερικανισμός είναι το άλλοθι του ελληνικού ιμπεριαλισμού». Η πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης δυστυχώς «εμπλούτισε» αυτή μας την αντίθεση: ο αντιγερμανισμός (ως προτεραιότητα του εθνικού συμφέροντος) είναι επίσης και η ταφόπλακα των εργατικών συμφερόντων. Αυτή είναι μια από τις βασικές θέσεις με την οποία συνεχίζουμε και θα πορευτούμε και στο μέλλον...

 
 
       

Αυτονομία 2021