Αυτονομία

Barricada

 

Ζώντας ενάντια στην ελλάδα – φρούριο

Στις 12 του περασμένου Απρίλη πραγματοποιήθηκε η διαδήλωση του antifa community ενάντια στην Ελλάδα-φρούριο και τις ποικίλες αντι-μεταναστευτικές εκφάνσεις του, με κεντρική αιχμή τις δολοφονίες / «πνιγμούς» στα σύνορα, που δυστυχώς έχουν γίνει μια ειδησεογραφική σταθερά. Η συγκεκριμένη θεματολογική γκάμα αναδεικνύεται τακτικά, τόσο από το community και τις επιμέρους συλλογικότητές του, όσο και απ’ τις σελίδες αυτού του περιοδικού. Σε ό,τι αφορά αυτή την έκδοση, κρίνουμε σκόπιμο με την ευκαιρία της διαδήλωσης να θυμίσουμε μερικά δεδομένα του ευρύτερου περιβάλλοντος:

Σήμερα που η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης παροξύνεται, γίνονται ακόμα πιο καθαρά τα όρια, οι αντιφάσεις και οι διαγκωνισμοί των κυρίαρχων για τον παγκόσμιο καταμερισμό του πλούτου (της εργασίας και των πρώτων υλών) που ξαναβρίσκεται πολεμικά στην ημερήσια διάταξη. Γνωρίζουμε καλά (από ιδία εμπειρία) πως είναι δύσκολο να «χωνευτεί» πολιτικά και ψυχοσυναισθηματικά αυτή η επίγνωση  -όμως το γεγονός είναι πως εδώ και μια γεμάτη δεκαετία διεξάγεται ένας παγκόσμιος πόλεμος που απλώνεται κατά κύριο λόγο στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, τη Βόρεια και την υποσαχάρια Αφρική. Χρειάζεται ίσως να θυμίσουμε τους «αντιτρομοκρατικούς» πολέμους, τις παγκόσμιες επιχειρήσεις ειδικών δυνάμεων και τις θανατηφόρες επιθέσεις των drones, που διεξάγουν μια σειρά χώρες -κυρίως- της Δύσης; Χρειάζεται να αραδιάσουμε τα ονόματα «εξωτικών» (και μη) χωρών που κατεδαφίζονται συθέμελα από τους proxy wars των μεγάλων και μεσαίων καπιταλιστικών δυνάμεων; Χρειάζεται τέλος ν’ αναφέρουμε πόσες εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι «ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα» -αυτήν τη γνωστή ατάκα της πρωτοκοσμικής «ανθρωπιστικής» αθλιότητας, που αποκρύπτει τη βαρβαρότητα της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης; Δε θα κάνουμε εδώ κάτι τέτοιο.

Εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι πως η συγκρότηση της Ευρώπης-φρούριο και αντίστοιχα της Ελλάδας-φρούριο, δεν είναι παρά η συνέχεια αυτού του ίδιου πολέμου με -σχεδόν- τα ίδια μέσα, στα όρια του «πολιτισμένου κόσμου» αυτή τη φορά. Δεν είναι ένας πόλεμος αποκομμένος γεωγραφικά ή αντεστραμμένος θεαματικά, είναι ο ίδιος ταξικός πόλεμος που διεξάγουν κράτη κι αφεντικά -και είναι το δεύτερο μέτωπό του. Σημαδεύει τους ίδιους προλεταριακούς (ή προλεταριοποιημένους) πληθυσμούς με το πρώτο μέτωπο του πολέμου: μετανάστες εργάτες και πρόσφυγες πολέμου που επιχειρούν το μακρύ -ενίοτε και θανατηφόρο- ταξίδι προς την Ευρώπη. Για του λόγου το αληθές, οι εκτιμήσεις θανάτων -«πνιγμών και ατυχημάτων»- μεταναστών στα ευρωπαϊκά σύνορα (σε Ατλαντικό, Μεσόγειο, Αιγαίο και χερσαία σύνορα) μιλάνε μέχρι και για 20.000 νεκρούς την τελευταία εικοσαετία! Πέρα από κάθε αμφιβολία, αυτό είναι πόλεμος! Άλλωστε είναι μέσω αυτής της διαχείρισης που έχουν γίνει γνωστά μέρη όπως η Θεούτα και η Μελίγια -ισπανικοί θύλακες στο Μαρόκο- η Λαμπεντούζα και το Φαρμακονήσι: αυτοί οι τόποι είναι μέρος της ευρω-οχύρωσης ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, είναι τόποι μαρτυρίου. Μάλιστα τα κράτη της ε.ε. δεν κρύβουν και τις περαιτέρω προθέσεις τους: στον απόηχο του μαζικού ναυαγίου στην Λαμπαντούζα τον περασμένο Οκτώβρη, αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν το πρόγραμμα EUROSUR, ένα τεχνολογικό δίκτυο αισθητήρων και drones ανά την Μεσόγειο, που θα εξασφαλίζει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της θαλάσσιας κίνησης στις υπηρεσίες ασφαλείας. «Για να σώζει μετανάστες», υποτίθεται...

Δεν είναι μυστικό και το διακρατικό outsourcing του ευρω-φρουρίου: εδώ και μια γεμάτη δεκαετία (χοντρικά από τη δημιουργία της Frontex και μετά) τα κράτη της Βόρειας Αφρικής έχουν αναλάβει για λογαριασμό της ε.ε. και με τα ανάλογα οικονομικά ανταλλάγματα, να μετατρέψουν και τις δικές τους επικράτειες σε οχυρά. Εκεί, χωρίς ιδιαίτερη δημοσιότητα, λαμβάνει χώρα καθημερινά ένα μεγάλο μέρος της «απώθησης» μεταναστών και προσφύγων από τον ευρωπαϊκό προορισμό τους -για τα υπόλοιπα φροντίζει το άνυδρο τοπίο της ερήμου Σαχάρα. Ο ρόλος της Ελλάδας-φρούριο μέσα σ’ αυτή την συνολική διαχείριση είναι κεντρικής σημασίας: λόγω (και) της γεωγραφικής της θέσης, έχει μετατραπεί θεσμικά και ιδεολογικά σε συνοριακό φυλάκιο του «δεύτερου μετώπου». Κι αυτό συμβαίνει με μεγάλη εγχώρια «προθυμία», καθώς μέσω της «αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης» αναβαθμίζεται το ντόπιο στρατο-αστυνομικό σύμπλεγμα. Η Ελλάδα-φρούριο δεν είναι ενεργούμενο της ευρωπαϊκής (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής ούτε δέσμια των συνθηκών (βλέπε Δουβλίνο II) που έχει υπογράψει, όπως υποστηρίζει η αριστερά-του-συστήματος. Αυτό το κράτος εφαρμόζει με ιερό φανατισμό, με τους μπάτσους, τους λιμενικούς, τους δικαστές και τους φασίστες που σταβλίζει, μια ατζέντα που είναι (και) δική του: την άγρια και συνολική υποτίμηση των μεταναστών (αλλά και των ντόπιων πλέον) σαν ένα από τα κεντρικότερα ζητούμενα/στόχους του νέου ολοκληρωτισμού. Κι απέναντι σ’ αυτή τη βαρβαρότητα, έχει νόημα κάθε στοχευμένη κινηματική δράση, όπως η διαδήλωση της 12/4.

Ζούμε σε μια εποχή που η τάξη μας, η δική μας πλευρά του οδοφράγματος, βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση των τελευταίων δεκαετιών -ακριβώς όσο έχει κρατήσει και η σταδιακή (μισο)απόσυρσή της από τα πεδία του ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού. Εντός αυτών των συνθηκών, οι κόντρες που μπορούμε να βάλουμε εδώ κι εκεί δεν έχουν γενικώς -το ξέρουμε καλά αυτό- “πρακτική αποτελεσματικότητα” απέναντι στην μεγάλη κλίμακα του νέου ολοκληρωτισμού. Αυτό είναι σταθερά ένας παράγοντας “κινηματικής απογοήτευσης”, που πάνω της σπεκουλάρουν πολλοί κι από διαφορετικές μπάντες. Απόφοιτοι των πολιτικών σχολών γρήγορων λύσεων και απαντήσεων, δέσμιοι του λουμπενισμού και του καιροσκοπισμού τους, καταρρέουν κάθε τόσο μέσα στις αντιφάσεις τους, σπέρνοντας ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση σε υποκείμενα με ελάχιστες κριτικές και κινηματικές απαιτήσεις.

Κι όμως: αυτά τα μικρά οδοφράγματα που μπορούμε να φτιάξουμε για την ώρα, δεν είναι παρά η δοκιμή για τα επόμενα και τα μεθεπόμενα. Τα οποία δεν (θα) είναι η “μεγάλη νύχτα” σε μικρογραφία· (θα) είναι κυρίως η επίγνωση των δυνατοτήτων μας κάθε φορά, χωρίς φαντασιώσεις και επαρμένες τοποθετήσεις ή (το ανάποδο) ηττοπάθεια. Κι όμως: επιχειρούμε να κινηθούμε με συνέπεια και συνέχεια μέσα σ’ ένα εθρικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, φτιάχνοντας έτσι (και) τις ψυχοσυναισθηματικές αντοχές που χρειάζονται. Για σήμερα και πολύ περισσότερο για αύριο. Γιατί δεν ξεχνάμε πως σε συνθήκες ταξικής και κινηματικής υποχώρησης σαν τις σημερινές, κινούμαστε στο παρόν για ν’ αναμετρηθούμε με το μέλλον που μας ετοιμάζουν.

Ακολουθώντας την παραπάνω λογική, η διαδήλωση που διοργάνωσε το antifa community στις 12/4 δεν ήταν με κανένα τρόπο «απάντηση» στις δολοφονίες στα ελληνικά σύνορα -θα ήταν γελοίο να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Ήταν μια ελάχιστη κινηματική παρέμβαση στο δρόμο, ενάντια στη θανατηφόρα αφήγηση (και πρακτική) που έχει επιβάλει για τους μετανάστες εργάτες και τους πρόσφυγες πολέμου το εντόπιο στρατο-αστυνομικό σύμπλεγμα και οι κοινωνικές του συμμαχίες. Ήταν μέρος και «κορύφωση» μιας σειράς προπαγανδιστικών κινήσεων και εκδηλώσεων ενάντια στην Ελλάδα-φρούριο, μέσα σε μια συγκυρία περαιτέρω όξυνσης της αντι-μεταναστευτικής πολιτικής. Έχει μεγάλη σημασία όμως ότι το πολιτικό «έδαφος» αυτής της διαδήλωσης (αλλά και πολλών άλλων ανάλογων κινήσεων) διανοίχθηκε και από μια σειρά άλλα εγχειρήματα συντρόφων/ισσων που με τις δικές τους αντιλήψεις, δυνάμεις και κουράγια, τραβούν παράλληλες κατευθύνσεις. Κι αυτό έχει τη σημασία του, σήμερα και στο μέλλον, για να διερευνηθούν οι ευρύτερες δυνατές κινηματικές συναντήσεις πάνω σε κοινά περιεχόμενα και όρους.

Ξέρουμε καλά όμως: ακόμα κι αυτές οι έξι-εφτά εκατοντάδες ανθρώπων, συντρόφων και συντροφισσών, που κατέβηκαν εκείνη τη μέρα στο δρόμο δεν είναι αρκετοί, ποιοτικά και ποσοτικά, για να τα βάλουν (να τα βάλουμε) με τη βαρβαρότητα. Χρειάζονται περισσότεροι/ες, χρειάζονται περισσότερα, που τώρα λείπουν. Αλλά δεν πρόκειται να περιμένουμε μπας και γίνουν «θαύματα»· ως γνωστόν μόνο στο πεζοδρόμιο δημιουργούνται οι σχέσεις και οι όροι για κάτι τέτοια...

 
 
       

Αυτονομία 2021