Η φιλολογία του λουκέτου και τα 7 ευρώ/ώρα

Η μόνιμη επωδός που συνοδεύει τις συζητήσεις για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην ελλάδα μέσα στην κρίση είναι αυτή της “φιλολογίας του λουκέτου”. Ότι, δηλαδή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναγκάζονται να διακόψουν τις εργασίες τους, δηλαδή να βάλουν “λουκέτο”, εξαιτίας του γεγονότος ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες, τους προμηθευτές τους κλπ. Ιδιαίτερα, τώρα, όσον αφορά τις υποχρεώσεις των αφεντικών απέναντι στο κράτος (δηλαδή στην εφορία), πολλά αξίζει να ειπωθούν γι’ αυτή την φαινομενικά και μόνο εκδηλούμενη “αγανάκτησή τους με το Κράτος”, η οποία στην ουσία της αποτελεί την αντίστροφη όψη της πλήρους ταύτισης με αυτό (την εξουσία, την βία, τον νόμο), ασχέτως εάν συχνά εμφανίζεται ακόμα και με όρους ψυχικού διπολισμού. Όμως δεν είναι εδώ ο χώρος για κάτι τέτοιο.

Η νεοελληνική μαζική ιδεολογία για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα συμπυκνώνεται, όπως είπαμε, στην “φιλολογία του λουκέτου” και την συναφή απαισιοδοξία για το οικονομικό μέλλον της μεσαίας τάξης, που συχνά συνοδεύει συναισθηματικά τέτοιου είδους οριακές συζητήσεις. Μάλιστα, η σχετική δημαγωγία είναι τόσο ισχυρή και προσπαθεί να συντηρεί με κάθε μέσο αυτή την φιλολογία, ώστε με κάθε ευκαιρία που δίνεται, ένα σχετικό ρεπορτάζ πάντα θα δίνει τον τόνο του “μικρομαγαζάτορα που κλαίγεται” και βάζει στο τέλος λουκέτο. Όμως είναι, όντως, έτσι τα πράγματα; Και ειδικότερα στον κλάδο της εστίασης, όπου το όργιο των τελευταίων ετών με τα χιλιάδες μικρομάγαζα (καφέ, τυροπιτάδικα, φούρνοι, σουβλατζίδικα κλπ) που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια έχει λάβει ασύλληπτες διαστάσεις, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα “δυσκολεύεται να πάρει ανάσα” τελικά;

Η συστηματική μελέτη των στατιστικών και οικονομικών δεδομένων δείχνει μια άρδην διαφορετική εικόνα. Οι εφτάψυχοι επεξεργάζονται προς το παρόν αναλυτικά αυτά τα δεδομένα και στο άμεσο μέλλον ίσως δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουν δημόσια και τεκμηριωμένα για τον κλάδο της εστίασης και του γρήγορου φαγητού γενικότερα. Και ειδικότερα για το πρακτικό, εφικτό και απόλυτα δίκαιο αίτημα να αυξηθεί το κατώτατο ωρομίσθιο στα 7 ευρώ/ώρα. Ιδού μια πρώτη γεύση, λοιπόν, των δεδομένων.

Σύμφωνα με στοιχεία του συστήματος “Εργάνη”, για το έτος 2015 οι επιχειρήσεις που απασχολούν μισθωτούς εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανήλθαν σε 261.623. Σε αντίθεση με το 2014 όπου ήταν 251.324, οι επιχειρήσεις που δουλεύουν στην ελλάδα με μισθωτούς αυξήθηκαν κατά 10.299 μόνο μέσα σε ένα έτος. Στην εστίαση ειδικότερα, για το 2015 φορολογήθηκαν 29.486 επιχειρήσεις, αριθμός που αναλογεί στο 13,27% του συνόλου των επιχειρήσεων.

Με βάση, τώρα, τα στοιχεία του ΓΕΜΗ που έχουμε στην διάθεσή μας, οι μισές περίπου από τις  επιχειρήσεις που ξεκίνησαν να λειτουργούν το 2015, ανήκαν στην κατηγορία της εστίασης. Στις δέκα πιο δημοφιλείς κατηγορίες ήταν οι υπηρεσίες που παρέχονται από καφετέριες και καφέ-μπαρ και ακολουθούν τα εστιατόρια και τα αναψυκτήρια.

Αυτή είναι μια πρώτη τάξη μεγέθους της έντασης και του εύρους της δημαγωγίας της “φιλολογίας του λουκέτου”. Μολονότι τα στοιχεία είναι πολλάκις εντυπωσιακότερα και καταδεικτικά της απάτης, αν δεν αρκούν για να πειστεί κανείς μπορεί να δει και αυτό. Σε πρόσφατο σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας “Φωνή των Αφεντικών” (που είναι περισσότερο γνωστή ως “Καθημερινή”) διαβάζουμε ότι:

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ο αριθμός νέων εγγραφών λιανεμπορικών επιχειρήσεων ανήλθε σε 1.135, ενώ οι διαγραφές την ίδια περίοδο ήταν 1.202 (περισσότερες κατά 67). Τα στοιχεία για τα λουκέτα στο λιανεμπόριο αποτελούν μια ακόμα επιβεβαίωση της μείωσης της κατανάλωσης που παρατηρήθηκε στην αγορά το 2016. {…} Δεύτερος κλάδος σε “λουκέτα” στην Αθήνα το 2016 ήταν αυτός της εστίασης, με τις διαγραφές ωστόσο να είναι λιγότερες σε σχέση με τις εγγραφές. Το 2016 ιδρύθηκαν με βάση το μητρώο του ΕΕΑ 606 επιχειρήσεις στον εν λόγω κλάδο και διεγράφησαν 498.[1]

Ουάου! Τι έξυπνο να κλαίγεσαι για τα “λουκέτα” που μπαίνουν, την στιγμή που τα μαγαζιά που ανοίγουν είναι περισσότερα και, ως εκ τούτου, το ισοζύγιο είναι θετικό! Όμως ακόμα και για τα μαγαζιά που “βάζουν λουκέτο”, είναι εξίσου γνωστό τοις πάσι ότι ένα μεγάλο ποσοστό εξ αυτών θα ανοίξει την επόμενη χρονιά κάπου αλλού. Διότι είναι πάγια τακτική του μικρού επενδυτικού κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στον κλάδο της εστίασης να κάνει το σχετικό “επιχειρηματικό rolling”, εξωθούμενο είτε από κακόπιστες τακτικές απέναντι σε εργάτες, προμηθευτές, μισθωτές κ.ά. που έχει αφήσει απλήρωτους, είτε από προσπάθειες ανεύρεσης βέλτιστων επιχειρηματικών λύσεων για το κέρδος και την φοροαποφυγή/εισφοροδιαφυγή. Π.χ. συχνά επιχειρήσεις κλείνουν και ανοίγουν στο ίδιο κατάστημα μετά από μία βδομάδα με νέα επωνυμία, διαφορετική εταιρική μορφή, διαφορετική εταιρική σύνθεση κ.ο.κ.

Η συστηματική μελέτη των δεδομένων δείχνει μια κατάσταση τελείως διαφορετική από αυτή που μας σερβίρει η αφεντικάνικη δημαγωγία. Είναι χρέος των σύγχρονων εργατών και εργατριών, λοιπόν, να ξεσκεπάσουν αυτή την δημαγωγία και να την καταδείξουν σαν αυτό που πραγματικά είναι: επιστημονικοφανή επιχειρήματα των αφεντικών για να μας πείσουν ότι “δεν βγαίνουν” και να συνεχίσουν να μας πατάνε στο κεφάλι. Όμως αυτό που μοιάζει σαν το “τέλειο άλλοθι” για τους μισθούς πείνας που μας δίνουν, μπορούμε να το αντιστρέψουμε και να τους το πετάξουμε στην μούρη σαν την σύγχρονη εκδοχή μιας εργατικής αντιπολίτευσης μέσα στην κρίση.

Είμαστε πεπεισμένοι/ες ότι:

  1. Οι επιχειρηματίες του κλάδου της εστίασης έχουν κέρδη, τα οποία ιδιαίτερα μέσα στην κρίση, δεν τα δηλώνουν.
  2. Έχουν σύμμαχο την καθεστωτική δημαγωγία που τους εμφανίζει “κακόμοιρους” και “βιοπαλαιστές” για να συνεχίσουν τον πόλεμο ενάντια στην σύγχρονη εργατική τάξη.
  3. Το αίτημα για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 7 ευρώ εκτός από ρεαλιστικό και επίκαιρο είναι ταυτόχρονα και απόλυτα αναγκαίο, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την μίζερη ζωή και να αντιπροτάξουμε τις δικές μας σύγχρονες εργατικές ανάγκες σαν την εργατική απάντηση στην κρίση.

[1]    Στα 1.202 τα “λουκέτα” στο λιανεμπόριο το 2016, εφημ. Καθημερινή (23 Μαρτίου 2017)